-
1 τριόδοντας
τριόδουςwith three teeth: masc /fem acc pl -
2 τριόδων
τρῐόδων (-όδοντος, -όδοντι.)1 trident, the weapon of Poseidon. ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν; (i. e. πρὸς τὸν Ποσειδῶνα προιστάμενον Πυλίων Σ.) O. 9.30 ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ' ἀμαιμακέτου (Tricl.: τριόδοντας cod.) I. 8.35χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.43
См. также в других словарях:
τριόδοντας — τριόδους with three teeth masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)