-
1 τριψ-εργία
τριψ-εργία, ἡ, Verzögerung der Arbeit, Sp.
-
2 τριψεργία
τριψ-εργία, ἡ, Verzögerung der Arbeit
См. также в других словарях:
τριψεργία — ἡ, Μ αναβολή εκτέλεσης μιας εργασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριψ τού τρίβω (πρβλ. αόρ. ἔ τριψ α) + εργία (< εργος < ἔργον), πρβλ. φιλ εργία] … Dictionary of Greek