-
101 λειψόθριξ
λειψό-θριξ, τριχος, der die Haare verloren hat -
102 λεπτόθριξ
λεπτό-θριξ, τριχος, dünn, feinhaarig -
103 λευκόθριξ
λευκό-θριξ, - τριχος, weißhaarig; κριός, weißwollig -
104 λιπόθριξ
-
105 λῡσίθριξ
-
106 μακρόθριξ
μακρό-θριξ, - τριχος, langhaarig -
107 μαλακόθριξ
μαλακό-θριξ - τριχος, weichhaarig -
108 μεγαλόθριξ
μεγαλό-θριξ, τριχος, groß-, starkhaarig -
109 μελανόθριξ
μελανό-θριξ, τριχος, schwarzhaarig -
110 μεσόθριξ
-
111 μικρότριχος
μικρό-τριχος, mit kleinem, kurzem Haare -
112 μιξόθριξ
-
113 νεόθριξ
-
114 ξανθόθριξ
ξανθό-θριξ, τριχος, mit goldgelbem, blondem Haare; vom Menelaos; von einem Pferde -
115 ὀλιγόθριξ
ὀλιγό-θριξ, τριχος, mit wenigem Haare -
116 ὁμόθριξ
-
117 ὁμοιόθριξ
ὁμοιό-θριξ, τριχος, mit ähnlichen Haaren -
118 ὀξύτριχος
-
119 ὀρθόθριξ
-
120 οὐλόθριξ
οὐλό-θριξ, τριχος, u. οὐλο-έθειρος, mit krausem Haare, kraushaarig; von den Kolchern, von den Aethiopern
См. также в других словарях:
τριχός — θρίξ hair fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐκ τριχός κρέμεται. — См. На волоске … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παχύθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που έχει χοντρές τρίχες 2. αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + θριξ, τριχος (< θρίξ), πρβλ. καλλί θριξ] … Dictionary of Greek
περίθριξ — τριχος, ἡ, Α πλόκαμος, μπούκλα μαλλιών που δεν έχει κοπεί ποτέ από τη γέννηση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek
πιννινόθριξ — τριχος, ὁ, Μ φρ. «πιννινόθριξ μαλλός» έριο, μαλλί, όμοιο προς τις επιμήκεις, μεταξοειδείς ίνες τής πίννας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίννα + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek
ποικιλόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α (για ζώα και για πτηνά) αυτός που έχει ποικιλόχρωμο, παρδαλό τρίχωμα ή φτέρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + θρίξ, τριχός (πρβλ. πολύ θριξ)] … Dictionary of Greek
πολιόθριξ — τριχος, β, ή, ΜΑ αυτός που έχει ψαρές τρίχες στο κεφάλι του, γκριζομάλλης («προμάντεις ἱέρειαι πολιότριχες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό θριξ] … Dictionary of Greek
πυρινόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει κοκκινωπά μαλλιά, ο κοκκινομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύρινος (Ι) + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. μελανό θριξ, πυρρό θριξ] … Dictionary of Greek
σγουρομελάνθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Μ σγουρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σγουρός + μέλας + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek
σκληρόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. σκληρότριχος, ον, Α 1. (για ζώα) αυτός που έχει τραχύ τρίχωμα 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει σκληρά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + θρίξ, τριχός (πρβλ. μελανό θριξ)] … Dictionary of Greek
σκολιόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, ΜΑ σγουρομάλλης αρχ. (για φυτά) αυτός που έχει κατσαρά φύλλα («σκολιότριχος ἄνθος ἀκάνθης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «καμπύλος» + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek