-
1 τριχο-φυΐα
τριχο-φυΐα, ἡ, das Wachsen der Haare, Chirurg. vett.
-
2 τριχοφυΐα
τρῐχο-φῠΐα, ἡ,A growth of hair, Heliod. ap. Orib.46.30.6, Gal.12.433.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριχοφυΐα
-
3 τριχοφυΐα
τριχο-φυΐα, ἡ, das Wachsen der Haare
См. также в других словарях:
οστεοφυΐα — η ανατ. η οστέωση ή οστεοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + φυΐα (< φυής < φύω, φύομαι), πρβλ. τριχο φυΐα. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] … Dictionary of Greek