-
1 τρί-σπονδος
τρί-σπονδος, dreifach gespendet, χοαὶ τρίσπον-δοι, die Todtenopfer, wobei Honig, Milch u. Wein gespendet wurde, Soph. Ant. 427. – Uebtr., τρίσπονδος αἰών, ein Leben mit vielen Spenden, oder unter Gelagen hingebrachtes Leben, s. τριτόσπονδος.
См. также в других словарях:
τριτόσπονδος — accompanying the third libation masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριτόσπονδος — ον, Α φρ. «τριτόσπονδος αἰών» η ζωή κάποιου που αξιώθηκε να τελέσει και την τρίτη σπονδή στον Δία, η πλήρης ευτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. φιλό σπονδος] … Dictionary of Greek
τριτόσπονδον — τριτόσπονδος accompanying the third libation masc/fem acc sg τριτόσπονδος accompanying the third libation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)