-
1 τριτοπατωρ
-
2 Τριτοπάτωρ
Τριτοπάτωρgreat-grandfather: masc nom sg -
3 Τριτοπάτωρ
II Τριτοπάτορες, οἱ, divinities worshipped at Athens, to whom prayers were offered ὑπὲρ γενέσεως παίδων (v.Τριτογενής 11
), Phanod.4, cf. Clitodem.19, etc.; wind-daemons acc. to Demon 2, cf. Orph.Fr. 318: sg., Τριτοπάτωρ Πυρρακιδῶν prob. the mythical ancestor of the P., Durrbach Choix d' inscrr. de Délos No.7 (v/iv B. C.). [ The quantity of the ι is unknown.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Τριτοπάτωρ
-
4 τριτοπάτωρ
τριτο-πάτωρ, ορος, ὁ, dritter Vater, Vater im dritten Gliede -
5 Τριτοπάτορα
Τριτοπάτωρgreat-grandfather: masc acc sg -
6 Τριτοπάτορας
Τριτοπάτωρgreat-grandfather: masc acc pl -
7 Τριτοπάτορες
Τριτοπάτωρgreat-grandfather: masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
Τριτοπάτωρ — great grandfather masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριτοπάτωρ — ορος, ο, ΝΑ στον πληθ. οι τριτοπάτορες μυθ. αγαθοί δαίμονες που προφύλασσαν την Αττική και τους κατοίκους της από κάθε κακό αρχ. ο προπάππος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + πάτωρ (< πατήρ*), πρβλ. μονο πάτωρ] … Dictionary of Greek
Τριτοπάτορα — Τριτοπάτωρ great grandfather masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριτοπάτορας — Τριτοπάτωρ great grandfather masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριτοπάτορες — Τριτοπάτωρ great grandfather masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek