-
1 τριτοετής
ης, ες учащийся на третьем курсе;τριτοετής φοιτητής — студент третьего курса
-
2 τριτοετής
[тритоэтис] εκ. относящийся к третьему году, учащийся на третьем курсе,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τριτοετής
-
3 τριτοετής
[тритоэтис] επ относящийся к третьему году, учащийся на третьем курсе.
См. также в других словарях:
τριτοετής — ές, Ν αυτός που διανύει το τρίτο έτος («τριτοετής φοιτητής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + ετής (<έτος), πρβλ. πρωτο ετής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
τριτοετής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που διανύει το τρίτο έτος: Τριτοετής φοιτητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek