-
1 τριταιος
I31) трехдневный Eur., Arph., Plat., Theocr.τ. γενόμενος Her. — трехдневной давности;
ἐσβεβληκώς ἦν τ. ἐς Μηλιέας Her. — (Ксеркс) три дня тому назад вторгся в область малийцев2) совершающийся на третий день Her.τριταία ἐκφορά Plat. — вынос (тела) на третий день;
τ. ἐς Μυτιλήνην ἀφικόμενος Thuc. — прибыв на третий день в Митилену3) третий(ἡμέρα Eur.)
IIὅ (sc. πυρετός) терциана (лихорадка, приступы которой повторяются каждый третий день) Plat. -
2 τριταίος
αία, ον совершающийся на третий день;τριταίος πυρετός мед. — терциана, трёхдневная лихорадка
См. также в других словарях:
τριταῖος — on the third day masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριταίος — α, ο / τριταῑος, αία ον, ΝΜΑ, θηλ. και αίη, Α φρ. «τριταίος πυρετός» ή απλώς «ο τριταίος» πυρετός που επανέρχεται κάθε τρίτη μέρα, με μεσοδιάστημα απυρεξίας 24 ωρών, χαρακτηριστικός για την ελονοσία αρχ. 1. αυτός που γίνεται, διεξάγεται ή… … Dictionary of Greek
τριταῖον — τριταῖος on the third day masc acc sg τριταῖος on the third day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριταῖα — τριταῖος on the third day neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριταῖαι — τριταῖος on the third day fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριταῖοι — τριταῖος on the third day masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριταίοιν — Τρίταιος masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριταίοις — Τρίταιος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριταίοισι — Τρίταιος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριταίοισιν — Τρίταιος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριταίου — Τρίταιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)