-
1 Τριταία
Τριταίᾱ, Τρίταιαfem nom /voc /acc dualΤριταίᾱ, Τριταίευςmasc acc sg (attic)——————Τριταίᾱͅ, Τρίταιαfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 τριταία
-
3 τριταῖα
-
4 Τριταίᾳ
Βλ. λ. Τριταία -
5 τριταία
τριταί̱ᾱ, τριταῖοςon the third day: fem nom /voc /acc dualτριταί̱ᾱ, τριταῖοςon the third day: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————τριταί̱ᾱͅ, τριταῖοςon the third day: fem dat sg (attic doric aeolic) -
6 τριταίᾳ
Βλ. λ. τριταία -
7 Τριταίας
Τριταίᾱς, Τρίταιαfem acc plΤριταίᾱς, Τρίταιαfem gen sg (attic doric aeolic)Τριταίᾱς, Τριταίευςmasc acc pl -
8 Τριταιέων
Τρίταιαfem gen pl (epic ionic)Τριταίευςmasc gen plΤριταιεύςmasc gen plΤριταιέω̆ν, Τριταιεύςmasc gen pl -
9 Τριταίαις
Τρίταιαfem dat pl -
10 Τριταίης
Τρίταιαfem gen sg (epic ionic)Τριταίευςmasc nom plΤριταίευςmasc nom /voc pl -
11 Τριταίη
Τριταίευςmasc nom /voc /acc dualΤριταίευςmasc acc sg——————Τρίταιαfem dat sg (epic ionic)Τριταίηι, Τριταίευςmasc dat sg (epic ionic)
См. также в других словарях:
Τριταία — Τριταίᾱ , Τρίταια fem nom/voc/acc dual Τριταίᾱ , Τριταίευς masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριταίᾳ — Τριταίᾱͅ , Τρίταια fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριταία — I Πόλη της αρχαίας Αχαΐας, που το 281 π.Χ., μετά την εκδίωξη των μακεδονικών φρουρών, υπήρξε μία από τις πόλεις που αποτέλεσαν τον πυρήνα της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Κατά την παράδοση, η πόλη χτίστηκε από τον μυθολογικό Μελάνιππο, για να τιμήσει τη … Dictionary of Greek
τριταῖα — τριταῖος on the third day neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριταία — τριταί̱ᾱ , τριταῖος on the third day fem nom/voc/acc dual τριταί̱ᾱ , τριταῖος on the third day fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριταίᾳ — τριταί̱ᾱͅ , τριταῖος on the third day fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριταίας — Τριταίᾱς , Τρίταια fem acc pl Τριταίᾱς , Τρίταια fem gen sg (attic doric aeolic) Τριταίᾱς , Τριταίευς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριταιέων — Τρίταια fem gen pl (epic ionic) Τριταίευς masc gen pl Τριταιεύς masc gen pl Τριταιέω̆ν , Τριταιεύς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριταίαις — Τρίταια fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριταίης — Τρίταια fem gen sg (epic ionic) Τριταίευς masc nom pl Τριταίευς masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριταίῃ — Τρίταια fem dat sg (epic ionic) Τριταίηι , Τριταίευς masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)