-
1 τρισόλβιος
τρισ-όλβιος, ον,A thrice happy or fortunate, S.Fr. 837, Ar.Ec. 1129, Philem.93.1, Luc. Nigr.1; divisim,τρὶς δ' ὄλβια κύματα AP12.52
(Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρισόλβιος
См. также в других словарях:
πολυόλβιος — ον, ΜΑ ευδαίμων, πολύ ευτυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὄλβιος «πλούσιος, ευδαίμων, μακάριος» (πρβλ. τρισ όλβιος)] … Dictionary of Greek
τρισόλβιος — α, ο / τρισόλβιος, ον, ΝΜΑ πανευτυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ / τρι * + ὄλβιος «ευτυχισμένος»] … Dictionary of Greek