-
1 τριστοιχεί
τριστοιχίin three rows: indeclform (adverb) -
2 τριστοιχί
A in three rows, Il.10.473; [full] τριστοιχεί, Hes.Th. 727, and many codd. of Il. l. c. (perh. rightly).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριστοιχί
См. также в других словарях:
τριστοιχεί — και τριστοιχί Α επίρρ. σε τρεις στοίχους, σε τρεις σειρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίστοιχος + επιρρμ. κατάλ. εί / ί (πρβλ. παμψηφ εί, ἀμαχητ ί)] … Dictionary of Greek
τριστοιχεί — τριστοιχί in three rows indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)