Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τρισμακαρίᾳ

  • 1 τρισμακαρία

    τρισμακαρίᾱ, τρίσμακαρ
    thrice-blest: fem nom /voc /acc dual
    τρισμακαρίᾱ, τρίσμακαρ
    thrice-blest: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)
    τρισμακαρίᾱ, τρισμακάριος
    fem nom /voc /acc dual
    τρισμακαρίᾱ, τρισμακάριος
    fem nom /voc sg (attic doric aeolic)
    ——————
    τρισμακαρίᾱͅ, τρίσμακαρ
    thrice-blest: fem dat sg (attic doric aeolic)
    τρισμακαρίᾱͅ, τρισμακάριος
    fem dat sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > τρισμακαρία

  • 2 τρισμακαρίᾳ

    Morphologia Graeca > τρισμακαρίᾳ

  • 3 τρισμακάρια

    τρίσμακαρ
    thrice-blest: neut nom /voc /acc pl
    τρισμακάριος
    neut nom /voc /acc pl

    Morphologia Graeca > τρισμακάρια

  • 4 τρισμακαρίας

    τρισμακαρίᾱς, τρίσμακαρ
    thrice-blest: fem acc pl
    τρισμακαρίᾱς, τρίσμακαρ
    thrice-blest: fem gen sg (attic doric aeolic)
    τρισμακαρίᾱς, τρισμακάριος
    fem acc pl
    τρισμακαρίᾱς, τρισμακάριος
    fem gen sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > τρισμακαρίας

  • 5 τρισμακαρίαν

    τρισμακαρίᾱν, τρίσμακαρ
    thrice-blest: fem acc sg (attic doric aeolic)
    τρισμακαρίᾱν, τρισμακάριος
    fem acc sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > τρισμακαρίαν

  • 6 τρισμακάρι'

    τρισμακάρια, τρίσμακαρ
    thrice-blest: neut nom /voc /acc pl
    τρισμακάριε, τρίσμακαρ
    thrice-blest: masc voc sg
    τρισμακάριαι, τρίσμακαρ
    thrice-blest: fem nom /voc pl
    τρισμακάρια, τρισμακάριος
    neut nom /voc /acc pl
    τρισμακάριε, τρισμακάριος
    masc voc sg
    τρισμακάριαι, τρισμακάριος
    fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > τρισμακάρι'

См. также в других словарях:

  • τρισμακαρία — τρισμακαρίᾱ , τρίσμακαρ thrice blest fem nom/voc/acc dual τρισμακαρίᾱ , τρίσμακαρ thrice blest fem nom/voc sg (attic doric aeolic) τρισμακαρίᾱ , τρισμακάριος fem nom/voc/acc dual τρισμακαρίᾱ , τρισμακάριος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισμακαρίᾳ — τρισμακαρίᾱͅ , τρίσμακαρ thrice blest fem dat sg (attic doric aeolic) τρισμακαρίᾱͅ , τρισμακάριος fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισμακάρια — τρίσμακαρ thrice blest neut nom/voc/acc pl τρισμακάριος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισμακαρίας — τρισμακαρίᾱς , τρίσμακαρ thrice blest fem acc pl τρισμακαρίᾱς , τρίσμακαρ thrice blest fem gen sg (attic doric aeolic) τρισμακαρίᾱς , τρισμακάριος fem acc pl τρισμακαρίᾱς , τρισμακάριος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισμακαρίαν — τρισμακαρίᾱν , τρίσμακαρ thrice blest fem acc sg (attic doric aeolic) τρισμακαρίᾱν , τρισμακάριος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισμακάρι' — τρισμακάρια , τρίσμακαρ thrice blest neut nom/voc/acc pl τρισμακάριε , τρίσμακαρ thrice blest masc voc sg τρισμακάριαι , τρίσμακαρ thrice blest fem nom/voc pl τρισμακάρια , τρισμακάριος neut nom/voc/acc pl τρισμακάριε , τρισμακάριος masc voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επονομασία — η (ΑΜ ἐπονομασία) νέα, πρόσθετη ονομασία από κάποια αιτία («τοὺς βαπτιζομένους ἐπὶ τρισμακαρίᾳ ἐπονομασία» αυτούς που βαπτίζονται για να αποκτήσουν το τρισμακάριστο όνομα τού χριστιανού, Κλήμ. Αλ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»