-
1 τρισμακαρία
τρισμακαρίᾱ, τρίσμακαρthrice-blest: fem nom /voc /acc dualτρισμακαρίᾱ, τρίσμακαρthrice-blest: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)τρισμακαρίᾱ, τρισμακάριοςfem nom /voc /acc dualτρισμακαρίᾱ, τρισμακάριοςfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————τρισμακαρίᾱͅ, τρίσμακαρthrice-blest: fem dat sg (attic doric aeolic)τρισμακαρίᾱͅ, τρισμακάριοςfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 τρισμακαρίᾳ
Βλ. λ. τρισμακαρία -
3 τρισμακάρια
τρίσμακαρthrice-blest: neut nom /voc /acc plτρισμακάριοςneut nom /voc /acc pl -
4 τρισμακαρίας
τρισμακαρίᾱς, τρίσμακαρthrice-blest: fem acc plτρισμακαρίᾱς, τρίσμακαρthrice-blest: fem gen sg (attic doric aeolic)τρισμακαρίᾱς, τρισμακάριοςfem acc plτρισμακαρίᾱς, τρισμακάριοςfem gen sg (attic doric aeolic) -
5 τρισμακαρίαν
τρισμακαρίᾱν, τρίσμακαρthrice-blest: fem acc sg (attic doric aeolic)τρισμακαρίᾱν, τρισμακάριοςfem acc sg (attic doric aeolic) -
6 τρισμακάρι'
τρισμακάρια, τρίσμακαρthrice-blest: neut nom /voc /acc plτρισμακάριε, τρίσμακαρthrice-blest: masc voc sgτρισμακάριαι, τρίσμακαρthrice-blest: fem nom /voc plτρισμακάρια, τρισμακάριοςneut nom /voc /acc plτρισμακάριε, τρισμακάριοςmasc voc sgτρισμακάριαι, τρισμακάριοςfem nom /voc pl
См. также в других словарях:
τρισμακαρία — τρισμακαρίᾱ , τρίσμακαρ thrice blest fem nom/voc/acc dual τρισμακαρίᾱ , τρίσμακαρ thrice blest fem nom/voc sg (attic doric aeolic) τρισμακαρίᾱ , τρισμακάριος fem nom/voc/acc dual τρισμακαρίᾱ , τρισμακάριος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισμακαρίᾳ — τρισμακαρίᾱͅ , τρίσμακαρ thrice blest fem dat sg (attic doric aeolic) τρισμακαρίᾱͅ , τρισμακάριος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισμακάρια — τρίσμακαρ thrice blest neut nom/voc/acc pl τρισμακάριος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισμακαρίας — τρισμακαρίᾱς , τρίσμακαρ thrice blest fem acc pl τρισμακαρίᾱς , τρίσμακαρ thrice blest fem gen sg (attic doric aeolic) τρισμακαρίᾱς , τρισμακάριος fem acc pl τρισμακαρίᾱς , τρισμακάριος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισμακαρίαν — τρισμακαρίᾱν , τρίσμακαρ thrice blest fem acc sg (attic doric aeolic) τρισμακαρίᾱν , τρισμακάριος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισμακάρι' — τρισμακάρια , τρίσμακαρ thrice blest neut nom/voc/acc pl τρισμακάριε , τρίσμακαρ thrice blest masc voc sg τρισμακάριαι , τρίσμακαρ thrice blest fem nom/voc pl τρισμακάρια , τρισμακάριος neut nom/voc/acc pl τρισμακάριε , τρισμακάριος masc voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επονομασία — η (ΑΜ ἐπονομασία) νέα, πρόσθετη ονομασία από κάποια αιτία («τοὺς βαπτιζομένους ἐπὶ τρισμακαρίᾳ ἐπονομασία» αυτούς που βαπτίζονται για να αποκτήσουν το τρισμακάριστο όνομα τού χριστιανού, Κλήμ. Αλ.) … Dictionary of Greek