-
1 τρισμέγιστος
τρισμέγιστοςthrice-greatest: masc nom sg -
2 τρισμέγιστος
A thrice-greatest, title of the Egyptian Hermes ([place name] Thoth), CPHerm. 125ii 8 (iii A. D.), OGI716 (Achmim, iii A. D.), Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10, Corp.Herm. passim. (The Egyptian title is translated μέγιστος καὶ μ. καὶ μ. in Wilcken Chr.109.6 (iii B. C.).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρισμέγιστος
-
3 τρισμεγίστη
τρισμέγιστοςthrice-greatest: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————τρισμέγιστοςthrice-greatest: fem dat sg (attic epic ionic) -
4 τρισμέγιστον
τρισμέγιστοςthrice-greatest: masc acc sgτρισμέγιστοςthrice-greatest: neut nom /voc /acc sg -
5 τρισμεγίστου
τρισμέγιστοςthrice-greatest: masc /neut gen sg -
6 τρισμέγιστε
τρισμέγιστοςthrice-greatest: masc voc sg -
7 τρισμεγίστω
-
8 τρισμεγίστῳ
-
9 τρισμεγίστωι
τρισμεγίστῳ, τρισμέγιστοςthrice-greatest: masc /neut dat sg -
10 τρίσμεγας
τρίσ-μεγας, ὁ,A = τρισμέγιστος, Ἑρμῆς PFlor.50.97 (iii A. D.), PMag.Lond.121.551; of Plato, Zos.Alch. p.230B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίσμεγας
См. также в других словарях:
τρισμέγιστος — thrice greatest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισμέγιστος — η, ο / τρισμέγιστος, ίστη, ον, ΝΜΑ 1. πάρα πολύ μεγάλος 2. (στην αποκρυφολογία) προσωνυμία τού Ερμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ / τρι * + μέγιστος] … Dictionary of Greek
τρισμέγιστος — η, ο πάρα πολύ μεγάλος, ασύγκριτα μεγάλος: Τρισμέγιστη επιτυχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ερμής ο Τρισμέγιστος — Μυθολογικό πρόσωπο. Υποτιθέμενος συγγραφέας μιας σειράς κειμένων της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου (2oς 3oς αι. μ.Χ.). Την καταγωγή του πρέπει να την αναζητήσουμε στον χαρακτηριστικό γι’ αυτή την εποχή φιλοσοφικό συγκρητισμό, που γέννησε και τη… … Dictionary of Greek
τρισμέγιστον — τρισμέγιστος thrice greatest masc acc sg τρισμέγιστος thrice greatest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισμεγίστη — τρισμέγιστος thrice greatest fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισμεγίστου — τρισμέγιστος thrice greatest masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισμεγίστῃ — τρισμέγιστος thrice greatest fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισμεγίστῳ — τρισμέγιστος thrice greatest masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισμέγιστε — τρισμέγιστος thrice greatest masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Hermetisme — Hermétisme Courants du Moyen Âge Hermétisme Alchimie Péripatétisme Augustinisme Avicennisme Thomisme Averroïsme … Wikipédia en Français