Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τριπλασιάζω

См. также в других словарях:

  • τριπλασιάζω — to triple pres subj act 1st sg τριπλασιάζω to triple pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπλασιάζω — τριπλασιάζω, τριπλασίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τριπλασιάζω — ΝΜΑ [τριπλάσιος] πολλαπλασιάζω κάτι επί τρία, καθιστώ κάτι τρεις φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο («α. τριπλασιάστηκε το έλλειμμα τού προϋπολογισμού» β. «Ζεὺς... τὴν μίαν τριπλασιάσας νύκτα», Απολλόδ.) …   Dictionary of Greek

  • τριπλασιάζω — τριπλασίασα, τριπλασιάστηκα, τριπλασιασμένος, κάνω κάτι τρεις φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο από όσο ήταν: Αν τριπλασιάσεις το 3, θα έχεις 9 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριπλασιάσει — τριπλασιάζω to triple aor subj act 3rd sg (epic) τριπλασιάζω to triple fut ind mid 2nd sg τριπλασιάζω to triple fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπλασιάσουσιν — τριπλασιάζω to triple aor subj act 3rd pl (epic) τριπλασιάζω to triple fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τριπλασιάζω to triple fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπλασιάσω — τριπλασιάζω to triple aor subj act 1st sg τριπλασιάζω to triple fut ind act 1st sg τριπλασιάζω to triple aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπλασιαζομένων — τριπλασιάζω to triple pres part mp fem gen pl τριπλασιάζω to triple pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπλασιάζει — τριπλασιάζω to triple pres ind mp 2nd sg τριπλασιάζω to triple pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπλασιάζοντα — τριπλασιάζω to triple pres part act neut nom/voc/acc pl τριπλασιάζω to triple pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπλασιάζοντι — τριπλασιάζω to triple pres part act masc/neut dat sg τριπλασιάζω to triple pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»