-
1 τριπλασίων
τρι-πλασίων, ονος, dreifach, dreifältig, dreimal so viel -
2 τρι-πλάσιος
τρι-πλάσιος, = τριπλασίων; Ar. Ach. 88; τινός, Plat. Polit. 257 a; τῆς τιμῆς τριπλάσιον Legg. XI, 916 d; τριπλασίαν δύναμιν εἶχε Xen. An. 7, 4, 21, sc. τῆς προτέρας, od. mit ἤ, καὶ τοῦτον τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον διατιϑέμενοι Dem. 42, 31.
См. также в других словарях:
τριπλασίων — τριπλάσιος thrice as many fem gen pl τριπλάσιος thrice as many masc/neut gen pl τριπλασίων masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασίων — άσιον Α τριπλάσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριπλάσιος + κατάλ. ίων τού συγκριτ. βαθμού (πρβλ. πενταπλασίων)] … Dictionary of Greek
τριπλασίονα — τριπλασίων neut nom/voc/acc pl τριπλασίων masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασιόνων — τριπλασίων gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασιόνως — τριπλασίων adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασίονας — τριπλασίων masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασίονες — τριπλασίων masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασίονι — τριπλασίων dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασίονος — τριπλασίων gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασίοσιν — τριπλασίων dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλάσιον — τριπλάσιος thrice as many masc acc sg τριπλάσιος thrice as many neut nom/voc/acc sg τριπλασίων masc/fem voc sg τριπλασίων neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)