-
1 τριπαία
τριπαία, ἡ, = τροπαία, Soph. frg. 950 bei Phot. u. E. M., die ἐναντία πνοή erkl.
См. также в других словарях:
τριπαία — ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. τροπαία* 2. (κατά τον Φώτ.) «ἐναντία πνοή». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δ. γρφ. τού τ. τροπαία] … Dictionary of Greek