-
1 τριπήχης
τρίπηχυςthree cubits long: masc nom pl (doric aeolic) -
2 τρίπηχυς
A three cubits long or tall,ὕπερον τρίπηχυν Hes.Op. 423
;εἴδωλον τρίπηχυ Hdt.1.51
;παλλάδιον τρίπηχυ Apollod.3.12.3
;ῥῖνα τρίπηχυν AP11.267
;κροκόδιλοι ὅσον τε τριπήχεες Hdt.4.192
;κλῳῷ τριπήχει E.Cyc. 235
;τόξα τριπήχη X.An.4.2.28
;καταπάλτας τριπήχεις IG22.1467.53
, Plb.5.88.7;ῥάβδους τριπήχεις Dsc.1.100
: metaph.,ἔπη τριπήχη Crates Com. 19
( ἐπεὶ codd.Ath.):—also [full] τριπήχης, ες, Hdn.Gr.1.82.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίπηχυς
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский