-
1 τριοδία
τρι-οδία, ἡ, Dreiweg, Kreuzweg, Scheideweg -
2 τρί-οδος
τρί-οδος, ἡ, = τριοδία, Dreiweg; Pind. P. 11, 38; Theogn.; Aesch. frg. 161; Eur. Suppl. 1211; Plat. Gorg. 524 a u. öfter, u. Folgde; ἐκ τριόδου, vom Dreiwege, aus dem gemeinen Leben, Luc. Peregr. 3 u. öfter; vgl. Lob. Phryn. p. 38.
См. также в других словарях:
τριοδία — τριοδίᾱ , τριοδία meeting of three roads fem nom/voc/acc dual τριοδίᾱ , τριοδία meeting of three roads fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριοδίᾳ — τριοδίᾱͅ , τριοδία meeting of three roads fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριοδία — ἡ, ΜΑ [τρίοδος] η συμβολή τριών οδών, το σημείο όπου συναντώνται τρεις δρόμοι, τρίστρατο … Dictionary of Greek
τριόδια — τριόδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριοδίαν — τριοδίᾱν , τριοδία meeting of three roads fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίλια — και, παλαιότ. τ., τρίλλια, η, Ν 1. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο δύο παίκτες μετακινούν ο καθένας ανά τρία λιθάρια διαφορετικού χρώματος ή μεγέθους πάνω σε τριπλό ορθογώνιο τετράπλευρο το οποίο χαράσσεται σε πλάκα ή στο έδαφος, αλλ. τρίλιζα,… … Dictionary of Greek
τριόδιον — τὸ, Α [τρίοδος] η τριοδία* … Dictionary of Greek