-
1 τριμιτινος
-
2 τριμίτινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριμίτινος
-
3 τριμίτινος
τρί-μιτος, u. τρι-μίτινος, = Folgdm; aus drei Aufzugsfäden gemacht, übh. dreifädig, dreidrähtig, auch daraus gewebtes Zeug, dreidrähtige Leinwand, Drillig, lat. trilicium; ὁ τρίμιτος, ein Kleid von Drillig -
4 τριμιτίνοις
τριμίτινοςmasc /neut dat pl -
5 τριμίτινα
τριμίτινοςneut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
τριμίτινος — ίνη, ον, Α αυτός που αποτελείται από τρεις κλωστές, τρίκλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίμιτος + κατάλ. ινος (πρβλ. πήλ ινος)] … Dictionary of Greek
τριμιτίνοις — τριμίτινος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμίτινα — τριμίτινος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)