Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τριμελῆ

  • 1 τριμελή

    τριμελής
    consisting of three: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    τριμελής
    consisting of three: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    τριμελής
    consisting of three: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > τριμελή

  • 2 τριμελῆ

    τριμελής
    consisting of three: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    τριμελής
    consisting of three: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    τριμελής
    consisting of three: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > τριμελῆ

См. также в других словарях:

  • τριμελῆ — τριμελής consisting of three neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριμελής consisting of three masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριμελής consisting of three masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… …   Dictionary of Greek

  • δικαστήρια — Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 26) τα δ. ασκούν τη δικαστική λειτουργία του κράτους. Στην Ελλάδα, η δομή και η οργάνωση των δ. ρυθμίστηκε θεμελιωδώς, μετά τη σύσταση του Βασιλείου, από τον Οργανισμό των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων… …   Dictionary of Greek

  • SACADAS — Poeta Graecus, Chori Dorici et stropharum in carminibus auctor. Pindar. Plutarch. Pausan. Suidas, qui Sacae quoque Poetae meminit. Tribus modis, Dorio, Phrygiô et Lydiô, ita ut ne miscerentur, Choros eum canere potuisse, atque hinc eam legem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • αγορανομικά αδικήματα — Πράξεις ή παραλείψεις που αφορούν τη διάπραξη ορισμένων αδικημάτων που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις σχετικές διατάξεις του Αγορανομικού Κώδικα. Οι διατάξεις αυτές αφορούν τη ρύθμιση και τον έλεγχο των τιμών των αγαθών, τα ποσοστά κέρδους …   Dictionary of Greek

  • άρση βαρών — Αθλητικό αγώνισμα που συνίσταται στην ανύψωση, με βάση καθορισμένους κανόνες από διεθνή κανονισμό, μιας σιδερένιας ράβδου με μεταλλικές πλάκες στα άκρα της. Οι πλάκες μπορεί να έχουν ποικίλο βάρος και διαστάσεις, αλλά δεν πρέπει να έχουν διάμετρο …   Dictionary of Greek

  • Άστρος — Κωμόπολη (υψόμ. 40 μ., 2.359 κατ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του δήμου Βόρειας Κυνουρίας. Εθνοσυνέλευση του Ά. Μετά την καταστροφή των δυνάμεων του Δράμαλη στην Πελοπόννησο και την πτώση του Παλαμηδιού,… …   Dictionary of Greek

  • Γέροντας, Άγγελος — (Αθήνα 1785 – 1862). Δημογέροντας της Αθήνας, Φιλικός και αγωνιστής της Επανάστασης του 1821. Καταγόταν από ευγενή παλαιό αθηναϊκό οίκο και αποτελούσε, με τον Προκόπιο και τον Παλαιολόγο Βενιζέλο, την τριμελή Δημογεροντία της Αθήνας από το 1820.… …   Dictionary of Greek

  • εποξείδια — Ετεροκυκλικές ενώσεις με τριμελή οξυγονούχο δακτύλιο, για παράδειγμα, το αιθυλενοξείδιο και η επιχλωρυδρίνη. Οι ενώσεις αυτές είναι πολύ δραστικές με οξειδωτικούς και αναγωγικούς παράγοντες και οξέα. Πολυμερίζονται, επίσης, εύκολα με θέρμανση ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»