-
1 τριηρ-αρχικός
τριηρ-αρχικός, ή, όν, den τριηράρχης od. die τριηραρχία betreffend, dazu gehörig, geschickt, z. B. νόμος, Dem. 18, 312.
-
2 τριηραρχικός
τριηρ-αρχικός, ή, όν, den τριηράρχης od. die τριηραρχία betreffend, dazu gehörig, geschickt