Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τριηρ-αρχία

См. также в других словарях:

  • θεαρχία — η (AM θεαρχία) 1. η ύψιστη θεότητα, η ύψιστη θεία αρχή, το θείον, η ιδιότητα τού θεού ως άρχοντος τού κόσμου 2. η θεοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + αρχία (< άρχος < άρχω), πρβλ. τριηρ αρχία (< τριήρ αρχος)] …   Dictionary of Greek

  • τριακονταρχία — ἡ, Α η αρχή τών τριάκοντα τυράννων στην Αθήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + αρχία (< άρχης*), πρβλ. τριηρ αρχία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»