Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τριηράρχῳ

См. также в других словарях:

  • τριηραρχώ — τριηραρχῶ, έω, ΝΑ [τριηράρχης] (στην αρχ. Αθήνα) εξοπλίζω τριήρη, είμαι τριήραρχος αρχ. 1. είμαι κυβερνήτης τριήρους («ἀνδρὸς δοκίμου καὶ τότε τριηραρχέοντος», Ηρόδ.) 2. (κατά την λατρεία τής Ίσιδος) εξοπλίζω ιερό πλοίο …   Dictionary of Greek

  • τριηραρχώ — ησα, είμαι τριήραρχος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριηραρχῶ — τριηραρχέω command a trireme pres subj act 1st sg (attic epic doric) τριηραρχέω command a trireme pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριηράρχῳ — τριήραρχος captain of a trireme masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτριηραρχώ — ἐπιτριηραρχῶ, έω (Α) είμαι τριήραρχος πέρα από τον καθορισμένο χρόνο («καὶ ἐπιτετριηράρχηκα τέτταρας μῆνας», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τριηραρχώ (< τριήραρχος < τριήρης + άρχω «διοικώ»)] …   Dictionary of Greek

  • τριηράρχημα — τὸ, Α [τριηραρχῶ] 1. η δαπάνη τής τριηραρχίας 2. το υπό τον τριήραρχο πλήρωμα ναυτών («οὔτε γὰρ τῷ τριηραρχήματι οὔτε τοῑς ἐπιβάταις καὶ τῇ ὑπηρεσίᾳ χρήσοιτο», Δημοσθ.) 3. (στην αρχ. Αίγυπτο) φόρος ο οποίος προοριζόταν για τη συντήρηση πλοίου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»