-
1 τριηράρχης
τριηρ-άρχης, ὁ, der Befehlshaber, Anführer eines Schiffes mit drei Ruderbänken. In Athen derjenige, der allein od. mit anderen Bürgern zugleich ein Kriegsschiff mit drei Ruderbänken für den Dienst des Staates auszurüsten hatte, auf welchem er entweder in Person od. durch einen Stellvertreter folgen mußte -
2 τριηρ-αρχικός
τριηρ-αρχικός, ή, όν, den τριηράρχης od. die τριηραρχία betreffend, dazu gehörig, geschickt, z. B. νόμος, Dem. 18, 312.
-
3 τριηρο-νόμος
τριηρο-νόμος, ὁ, = τριηράρχης, Hesych.
-
4 τριήρ-αρχος
τριήρ-αρχος, ὁ, ältere Form von τριηράρχης; bei Thuc. schwankt der Accent in τριηράρχων, 6, 31 u. sonst; Xen. Hell. 1, 1, 19 Oec. 2, 8; s. Böckh ath. Staatsh. II p. 113. – Bei Her. 8, 93 Befehlshaber einer Triere, wie Pol. 1, 50, 4.
-
5 τριηραρχικός
τριηρ-αρχικός, ή, όν, den τριηράρχης od. die τριηραρχία betreffend, dazu gehörig, geschickt
См. также в других словарях:
τριηράρχης — ὁ, Α τριήραρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριήρης + άρχης*] … Dictionary of Greek
τριηράρχης — τριηραρχέω command a trireme imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηραρχία — η, ΝΜΑ [τριηράρχης] (στην αρχ. Αθήνα) μορφή δημόσιας λειτουργίας τής αθηναϊκής πολιτείας την οποία αναλάμβαναν οι ευπορότεροι πολίτες, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να εξοπλίσουν μία τριήρη («οἶδ ὅτι καὶ τριηραρχίας μισθοὺς και εἰσφορὰς τοσαύτας… … Dictionary of Greek
τριηραρχώ — τριηραρχῶ, έω, ΝΑ [τριηράρχης] (στην αρχ. Αθήνα) εξοπλίζω τριήρη, είμαι τριήραρχος αρχ. 1. είμαι κυβερνήτης τριήρους («ἀνδρὸς δοκίμου καὶ τότε τριηραρχέοντος», Ηρόδ.) 2. (κατά την λατρεία τής Ίσιδος) εξοπλίζω ιερό πλοίο … Dictionary of Greek
Οφέλλας — (4ος αι. π.Χ.). Αναφέρεται και ως Οφέλτας. Καταγόταν από την Πέλλα της Μακεδονίας και ήταν γιος του Σιλανού. Είχε ακολουθήσει τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του εναντίον των Περσών (325 π.Χ.) ως τριηράρχης του ινδικού στόλου των Μακεδόνων. Το … Dictionary of Greek