-
1 τριᾱκονθ-ήμερος
τριᾱκονθ-ήμερος, dreißigtägig; Pol. 5, 28, 1 und öfter; Ath. II, 45 a; Poll. 1, 59; s. das ion. τριηκοντήμερος.
См. также в других словарях:
τριηκοντήμερος — ον, Α ιων. τ. βλ. τριακονθήμερος … Dictionary of Greek
1 τριᾱκονθ-ήμερος
τριᾱκονθ-ήμερος, dreißigtägig; Pol. 5, 28, 1 und öfter; Ath. II, 45 a; Poll. 1, 59; s. das ion. τριηκοντήμερος.
τριηκοντήμερος — ον, Α ιων. τ. βλ. τριακονθήμερος … Dictionary of Greek