-
1 τριετηρικώς
-
2 τριετηρικῶς
См. также в других словарях:
τριετηρικῶς — τριετηρικός belonging to a adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 τριετηρικώς
2 τριετηρικῶς
τριετηρικῶς — τριετηρικός belonging to a adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)