-
1 τριγυρίζω
[тригиризо] р (μτβ.) окружать, (αμτβ.) бродить, шататься, слоняться,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τριγυρίζω
-
2 окружить
-
3 кружить
кружитьнесов1. (кого-л.) γυρίζω (μετ.), περιστρέφω, στρέφω·2. (описывать круги) τριγυρίζω, στριφογυρίζω·3. (блуждать) περιφέρομαι, τριγυρίζω, πε-ριπλανῶμαι:\кружить по лесу περιπλανῶμαι στό δάσος· ◊ \кружить кому-л. голову ξεμυαλίζω κάποιον, γυρίζω τά μυαλά. -
4 проторчать
проторчатьсов разг τριγυρίζω ἄσκο-πα, τριγυρίζω χασομερώντας. -
5 слоняться
слонятьсянесов разг περιφέρομαι, τριγυρίζω:\слоняться без дела τριγυρίζω χασο-μέρης, περιφέρομαι ἀργός. -
6 таскаться
таскать||ся(слоняться) τριγυρίζω, περιφέρομαι, γκιζερίζω:\таскатьсяся без дела по у́лицам τριγυρίζω ἄσκοπα στους δρόμους. -
7 кружить
кружу, кружишьρ.δ.1. μ. περιστρέφω, γυρίζω, θέτω σε περιστροφική κίνηση.2. αμ. τριγυρίζω, στριφογυρίζω.3. περιφέρομαι, περιέρχομαι, περιπλανιέμαι•кружить по гброду τριγυρίζω στην πόλη.
4. στροβιλίζω•метель -ит ή χιονοθύελλα στροβιλίζει.
εκφρ.кружить голову – α) ζαλίζω, β) παίρνουν τα μυαλά μου αέρα (χάνω το αίσθημα της πραγματικότητας), γ) ξεμυαλίζω με ερωτοτροπίες.περιστρέφομαι, γυρίζω κλπ. ρ. ενεργ. φ.εκφρ.голова кружить – α) το κεφάλι μου ζαλίζεται ή ζαλίζομαι, έχω ζαλάδα, αντραλίζομαι, β) τα χάνω, θολώνει το μυαλό μου, τα μπερδεύω. -
8 бродить
бродить Iнесов (слоняться) τριγυρίζω, περιπλανιέμαι, περιφέρομαι.бродить IIнесов (о вине, пиве) ζυμοῦ-μαι. -
9 вертеться
вертеть||ся1. στρέφομαι, περιστρέφομαι·2. (постоянно находиться, мешать) разг στριφογυρίζω, περιφέρομαι, κλωθογυρίζω:\вертетьсяся под ногами μπλέκομαι στά πόδια κάποιου, τριγυρίζω (или στριφογυρίζω) κοντά σέ κάποιον3. (изворачиваться) разг ξεφεύγω, ξεγλυστράω, ὑπεκφεύγω:не вертись, говори́ правду! μήν τά κλώθεις (или μήν τά μασᾶς), πές τήν ἀλήθεια!-как ни вертись, а придется тебе это сделать δσο κι ἀν ἀποφεύγεις στό τέλος θ'ἀναγκαστεΐς νά τό κάνεις· ◊ это слово вертится у меня на языке (или в голове) αὐτή ἡ λέξη στριφογυρίζει στό μυαλό μου, δέν ξεκολλάει ἀπ' τό μυαλό μου. -
10 побродить
побродитьсов γυρίζω, τριγυρίζω (λίγο καιρό):\побродить по городу γυρίζω τήν πόλη. -
11 толкать
толкатьнесов1. σπρώχνω, σκουντώ, ὠθώ·2. прям., перен (вперед) κινώ, σπρώχνω·3. (побуждать) σπρώχνω, παρακινώ, ἐξωθώ, προτρέπω:\толкать кого́-л. на преступление σπρώχνω κάποιον στό ἔγκλημα· ◊ \толкать ядро́ спорт. ρίχνω σφαίρα \толкаться1. σπρώχνομαι, συνωστίζομαι·2. (слоняться) разг περιφέρομαι ἄσκοπα, τριγυρίζω. -
12 толочься
толочь||сяσυνωστίζομαι, σπρώχνομαι/ τριγυρίζω (без дела):что ты здесь толчешься? τί τριγυρίζεις ἐδώ πέρα; -
13 увиваться
увиватьсянесов (ухаживать) разг τριγυρίζω κάποιον. -
14 бродить
[μπραντίτ'] ρ. τριγυρίζω -
15 проторчать
[πραταρτσάτ’] ρ. τριγυρίζω άσκοπα -
16 слоняться
[σλανγιάτσα] ρ. περιφέρομαι, τριγυρίζω -
17 таскаться
[τασκάτσα] ρ. τριγυρίζω -
18 бродить
[μπραντίτ'] ρ τριγυρίζω -
19 проторчать
[πραταρτσάτ’] ρ τριγυρίζω άσκοπα -
20 слоняться
[σλανγιάτσα] ρ περιφέρομαι, τριγυρίζω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τριγυρίζω — τριγυρίζω, τρυγύρισα, τριγυρισμένος βλ. πίν. 33 και πρβλ. τριγυρνάω / τριγυρνώ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τριγυρίζω — και τριγυρνώ τριγύρισα, τριγυρίστηκα, τριγυρισμένος 1. αμτβ., περπατώ τριγύρω, περιφέρομαι, κάνω βόλτες: Τριγυρίζει στους δρόμους. 2. μτβ., περιβάλλω, περιζώνω: Τριγύρισε το χωράφι με φράχτη. 3. μτβ., γυροφέρνω κάποιον επίμονα αποβλέποντας σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριγυρίζω — και τρογυρίζω και τριγυρνώ, άω, Ν 1. περπατώ γύρω γύρω, περιφέρομαι («ο φίλος τριγυρίζει στο σπίτι») 2. γυρίζω εδώ κι εκεί, περιπλανιέμαι («όλη μέρα τριγυρνάει στους δρόμους») 3. περιβάλλω, περικυκλώνω («τριγύρισε το οικόπεδο με φράχτη») 4.… … Dictionary of Greek
γυροτριγυρίζω — τριγυρίζω … Dictionary of Greek
περιτριγυρίζω — ΝΜ 1. γυρίζω, περπατώ εδώ κι εκεί σε έναν χώρο 2. (για πλήθος ανθρώπων) περιβάλλω, περικυκλώνω κάποιον νεοελλ. 1. περιφράζω 2. τριγυρίζω κάποιον για να επιτύχω κάτι («τήν περιτριγυρίζουν πολλοί γαμπροί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τριγυρίζω. Το ρ.… … Dictionary of Greek
τριγύρισμα — το, Ν [τριγυρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τριγυρίζω … Dictionary of Greek
αλαίνω — ἀλαίνω (Α) περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, τριγυρίζω εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ρ. ἀλῶμαι*] … Dictionary of Greek
αλευρογυρίζω — 1. κυλώ κάτι μέσα σε αλεύρι, για να τό τηγανίσω, αλευρώνω 2. ρίχνω και κυλώ κάποιον στο χώμα 3. τριγυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + γυρίζω] … Dictionary of Greek
αμφιβαίνω — ἀμφιβαίνω (Α) 1. περπατώ ολόγυρα, περιφέρομαι, τριγυρίζω 2. επιβαίνω, ιππεύω, καβαλικεύω 3. στέκομαι επάνω από τραυματισμένο φίλο μου για να τόν προστατεύσω, να τόν καλύψω 4. (για πολιούχες θεότητες) προστατεύω 5. και για τα ζώα που φυλάνε τα… … Dictionary of Greek
αναγυρίζω — (Μ ἀναγυρίζω) Ι. (αμτβ.) 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί, τριγυρίζω 2. επιστρέφω, επανέρχομαι 3. παρεκκλίνω από την πορεία μου, αλλάζω διεύθυνση, λοξοδρομώ ΙΙ. (μτβ.) 1. αναστρέφω, αντιστρέφω, γυρίζω 2. ανακατώνω, ανασκαλεύω 3. μεταστρέφω τα λεγόμενα … Dictionary of Greek
βαγεύω — (Μ βαγεύω) τριγυρίζω άσκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση του λατ. vagor «πλανώμαι, περιφέρομαι»] … Dictionary of Greek