Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τριγυρίζω

См. также в других словарях:

  • τριγυρίζω — τριγυρίζω, τρυγύρισα, τριγυρισμένος βλ. πίν. 33 και πρβλ. τριγυρνάω / τριγυρνώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τριγυρίζω — και τριγυρνώ τριγύρισα, τριγυρίστηκα, τριγυρισμένος 1. αμτβ., περπατώ τριγύρω, περιφέρομαι, κάνω βόλτες: Τριγυρίζει στους δρόμους. 2. μτβ., περιβάλλω, περιζώνω: Τριγύρισε το χωράφι με φράχτη. 3. μτβ., γυροφέρνω κάποιον επίμονα αποβλέποντας σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριγυρίζω — και τρογυρίζω και τριγυρνώ, άω, Ν 1. περπατώ γύρω γύρω, περιφέρομαι («ο φίλος τριγυρίζει στο σπίτι») 2. γυρίζω εδώ κι εκεί, περιπλανιέμαι («όλη μέρα τριγυρνάει στους δρόμους») 3. περιβάλλω, περικυκλώνω («τριγύρισε το οικόπεδο με φράχτη») 4.… …   Dictionary of Greek

  • γυροτριγυρίζω — τριγυρίζω …   Dictionary of Greek

  • περιτριγυρίζω — ΝΜ 1. γυρίζω, περπατώ εδώ κι εκεί σε έναν χώρο 2. (για πλήθος ανθρώπων) περιβάλλω, περικυκλώνω κάποιον νεοελλ. 1. περιφράζω 2. τριγυρίζω κάποιον για να επιτύχω κάτι («τήν περιτριγυρίζουν πολλοί γαμπροί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τριγυρίζω. Το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • τριγύρισμα — το, Ν [τριγυρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τριγυρίζω …   Dictionary of Greek

  • αλαίνω — ἀλαίνω (Α) περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, τριγυρίζω εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ρ. ἀλῶμαι*] …   Dictionary of Greek

  • αλευρογυρίζω — 1. κυλώ κάτι μέσα σε αλεύρι, για να τό τηγανίσω, αλευρώνω 2. ρίχνω και κυλώ κάποιον στο χώμα 3. τριγυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + γυρίζω] …   Dictionary of Greek

  • αμφιβαίνω — ἀμφιβαίνω (Α) 1. περπατώ ολόγυρα, περιφέρομαι, τριγυρίζω 2. επιβαίνω, ιππεύω, καβαλικεύω 3. στέκομαι επάνω από τραυματισμένο φίλο μου για να τόν προστατεύσω, να τόν καλύψω 4. (για πολιούχες θεότητες) προστατεύω 5. και για τα ζώα που φυλάνε τα… …   Dictionary of Greek

  • αναγυρίζω — (Μ ἀναγυρίζω) Ι. (αμτβ.) 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί, τριγυρίζω 2. επιστρέφω, επανέρχομαι 3. παρεκκλίνω από την πορεία μου, αλλάζω διεύθυνση, λοξοδρομώ ΙΙ. (μτβ.) 1. αναστρέφω, αντιστρέφω, γυρίζω 2. ανακατώνω, ανασκαλεύω 3. μεταστρέφω τα λεγόμενα …   Dictionary of Greek

  • βαγεύω — (Μ βαγεύω) τριγυρίζω άσκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση του λατ. vagor «πλανώμαι, περιφέρομαι»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»