-
1 τριγλοβόλος
τριγλοβόλοςcasting: masc /fem nom sg -
2 τριγλοβόλος
τριγλοβόλος, ον,A casting (the net) at mullets, Plu.2.966a, prob. in 983e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριγλοβόλος
См. также в других словарях:
τριγλοβόλος — casting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγλοβόλος — ον, Α αυτός που ψαρεύει μπαρμπούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ἰχθυο βόλος] … Dictionary of Greek