-
1 τριβόλω
-
2 τριβόλῳ
См. также в других словарях:
τριβόλῳ — τρίβολος water chestnut masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 τριβόλω
2 τριβόλῳ
τριβόλῳ — τρίβολος water chestnut masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)