Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

τριανταφυλλένιος

  • 1 розовый

    Русско-греческий словарь > розовый

  • 2 розовый

    розов||ый
    прил
    1. (относящийся к розе) τοῦ τριαντάφυλλου, τριανταφυλλέ-νιος:
    \розовый куст ἡ τριανταφυλλιά, ἡ ροδή· \розовыйая вода τό ροδόσταγμα· \розовыйое масло τό ροδέλαΐυ[ν], τό τριανταφυλλόλαδο· \розовыйое варенье τό γλυκό τριαντάφυλλο·
    2. (о цвете) ρόδινος, τριανταφυλλένιος:
    \розовыйое платье φουστάνι ρόζ· \розовыйые щеки τά ρόδινα μάγουλα· ◊ видеть все в \розовыйом свете, смотреть на все сквозь \розовыйые очки τά βλέπω ὀλα ρόδινα, τά βλέπω ὀλα μέ ρόζ γυαλιά· \розовыйые мечты τά ρόδινα ὀνειρα.

    Русско-новогреческий словарь > розовый

См. также в других словарях:

  • τριανταφυλλένιος, -ια, -ιο — 1. αυτός που αποτελείται από τριαντάφυλλα: Σταυρός τριανταφυλλένιος. 2. αυτός που έχει το χρώμα του τριαντάφυλλου, ρόδινος, ροζ: Τριανταφυλλένια χείλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριανταφυλλένιος — α, ο, Ν 1. αυτός που αποτελείται από τριαντάφυλλα 2. αυτός που μοιάζει με τριαντάφυλλο στο χρώμα και στην ανθηρότητα («τριανταφυλλένια μάγουλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τριαντάφυλλο + κατάλ. ένιος (πρβλ. ζαχαρ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • τριανταφυλλής, -ιά, -ί — αυτός που έχει το χρώμα του τριαντάφυλλου, ρόδινος, τριανταφυλλένιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»