-
1 τριακοντούτη
τριᾱκοντούτη, τριακονταετήςneut nom /voc /acc pl (attic epic doric)τριᾱκοντούτη, τριακονταετήςmasc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)τριᾱκοντούτη, τριακονταετήςmasc /fem acc sg (attic epic doric)τριᾱκοντούτη, τριακονταετήςvoc sg——————τριᾱκοντούτῃ, τριακονταετήςdat sg (attic epic ionic) -
2 τριακοντούτῃ
Βλ. λ. τριακοντούτη
См. также в других словарях:
τριακοντούτη — τριᾱκοντούτη , τριακονταετής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριᾱκοντούτη , τριακονταετής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριᾱκοντούτη , τριακονταετής masc/fem acc sg (attic epic doric) τριᾱκοντούτη , τριακονταετής voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακοντούτῃ — τριᾱκοντούτῃ , τριακονταετής dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)