-
1 τριακαιδεκετις
-
2 τρια-και-δεκ-έτης
τρια-και-δεκ-έτης, ὁ, der Dreizehnjährige, fem. τριακαιδεκέτις, Plat. Legg. VIII, 833 d.
См. также в других словарях:
τριακαιδεκέτης — ο, θηλ. τριακαιδεκέτις, ιδος, Α βλ. τρεισκαιδεκαέτης … Dictionary of Greek