Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τριέτηρος

См. также в других словарях:

  • τριέτηρος — three years old. masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριέτηρος — ον, Α 1. τριετής 2. αυτός που γίνεται κάθε τρίτο έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + έτηρος (< ἔτος), πρβλ. πολυ έτηρος] …   Dictionary of Greek

  • τριέτηρον — τριέτηρος three years old. masc/fem acc sg τριέτηρος three years old. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαέτηρος — δεκαέτηρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει διάρκεια δέκα ετών 2. «χρόνος δεκαέτηρος» διάστημα χρονικό δέκα ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ετηρος < έτος (πρβλ. τριέτηρος)] …   Dictionary of Greek

  • πρότερος — έρα, ο / πρότερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και θηλ. πρότερη Ν 1. (για χρόνο) προηγούμενος, προγενέστερος (α. «η προτέρα του δράση» β. «ὧδε καὶ οἱ πρότεροι πόλιας καὶ τείχε ἐπόρθουν», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρότερον προηγουμένως, πρωτύτερα νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • τριετηρία — ἡ, Α [τριέτηρος] κύκλος ή περίοδος τριών ετών …   Dictionary of Greek

  • τριετηρίδα — η / τριετηρίς, ίδος, ΝΑ 1. εορτή που γίνεται κάθε τρίτο έτος, η τρίτη επέτειος 2. χρονική περίοδος τριών ετών, τριετία νεοελλ. τρία χρόνια υπηρεσίας δημόσιου υπαλλήλου αρχ. φρ. «γυναῑκες τριετηρίδες» γυναίκες που εορτάζουν τριετηρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • τριετηρίτις — ίτιδος, ἡ, Α (για γυναίκα) αυτή που παίρνει μέρος σε εορτή η οποία τελείται ανά τριετία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριέτηρος + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. σφαιρ ῖτις)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»