Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τριάττω

См. также в других словарях:

  • τριάττω — τριάσσω , τριάξω aor subj act 1st sg τριάσσω , τριάξω fut ind act 1st sg (epic) τριάσσω , τριάξω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) τριάσσω , τριάζω conquer aor subj act 1st sg τριάσσω , τριάζω conquer fut ind act 1st sg (epic) τριάσσω , τριάζω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριάζω — και τριάσσω και αττ. τ. τριάττω Α 1. (ιδίως για πυγμάχο ή παλαιστή) νικώ τρεις φορές σε αγώνα 2. πολλαπλασιάζω επί τρία, τριπλασιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρι τού αριθμτ. τρεῖς*, τρία] …   Dictionary of Greek

  • τριαγμός — ο, ΝΑ, και τριασμός ΜΑ [τριάζω / τριάττω] νεοελλ. αγώνισμα σύνθετο από τρία αγωνίσματα μσν. αρχ. (κατά τον Αρποκρ.) «ἔγραψε δὲ (ο Ίων ο Χίος) καὶ φιλόσοφόν τι σύγγραμμα, τὸν Τριαγμὸν ἐπιγραφόμενον... ἐν ἐνίοις δὲ καὶ πληθυντικῶς ἐπιγράφεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»