-
1 τριάττω
τριάσσω, τριάξωaor subj act 1st sgτριάσσω, τριάξωfut ind act 1st sg (epic)τριάσσω, τριάξωaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)τριάσσω, τριάζωconquer: aor subj act 1st sgτριάσσω, τριάζωconquer: fut ind act 1st sg (epic)τριάσσω, τριάζωconquer: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
2 τριάζω
Aἐτρίασα Theo Sm.
, Iamb. (v. infr.), and [full] τρῐάσσω, EM765.37, [dialect] Att. [full] τριάττω Zonar.:—conquer, vanquish, properly of a wrestler, who did not win until he had thrice thrown his adversary, or conquered him in three bouts ([etym.] παλαίσματα), τριαχθῆναι Thugen.1
, cf. Suid. (Hence τριακτήρ, ἀτρίακτος, ἀποτριάζω.)II multiply by three, Theo Sm.p.29 H., Iamb.in Nic. p.60 P.
См. также в других словарях:
τριάττω — τριάσσω , τριάξω aor subj act 1st sg τριάσσω , τριάξω fut ind act 1st sg (epic) τριάσσω , τριάξω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) τριάσσω , τριάζω conquer aor subj act 1st sg τριάσσω , τριάζω conquer fut ind act 1st sg (epic) τριάσσω , τριάζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριάζω — και τριάσσω και αττ. τ. τριάττω Α 1. (ιδίως για πυγμάχο ή παλαιστή) νικώ τρεις φορές σε αγώνα 2. πολλαπλασιάζω επί τρία, τριπλασιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρι τού αριθμτ. τρεῖς*, τρία] … Dictionary of Greek
τριαγμός — ο, ΝΑ, και τριασμός ΜΑ [τριάζω / τριάττω] νεοελλ. αγώνισμα σύνθετο από τρία αγωνίσματα μσν. αρχ. (κατά τον Αρποκρ.) «ἔγραψε δὲ (ο Ίων ο Χίος) καὶ φιλόσοφόν τι σύγγραμμα, τὸν Τριαγμὸν ἐπιγραφόμενον... ἐν ἐνίοις δὲ καὶ πληθυντικῶς ἐπιγράφεται… … Dictionary of Greek