Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

τριάντα

  • 1 тридцать

    -и, -ью
    ο αριθμός (30). || ποσότητα τριάντα•

    тридцать рублей τριάντα ρούβλια•

    у него тридцать коров αυτός έχει τριάντα αγελάδες•

    около -и περίπου τριάντα, καμιά τριανταριά.

    Большой русско-греческий словарь > тридцать

  • 2 тридцать

    Русско-греческий словарь > тридцать

  • 3 тридцатый

    тридцат||ый
    числ. порядк. τριακοστός:
    \тридцатыйое августа στίς τριάντα Αύγουστου· \тридцатыйая страница ἡ τριακοστή σελίδα· \тридцатыйое число στίς τριάντα τοῦ μηνός· \тридцатый год τό τριακοστόν ἔτος.

    Русско-новогреческий словарь > тридцатый

  • 4 тридцать

    три́дцат||ь
    числ. колич. τριάντα, τριάκοντά:
    около \тридцатьй καμμιά τριανταριά, περίπου τριάντα.

    Русско-новогреческий словарь > тридцать

  • 5 семью

    επιρ. (στον πολλαπλασιασμό)• εφτά φορές•

    -пять семью тридцать пять εφτά φορές το πέντε = τριάντα πέντε• εφτά επι πέντε = τριαντα πέντε.

    Большой русско-греческий словарь > семью

  • 6 тридцатью

    επίρ.
    τριάντα φορές•

    тридцатью пять тридцатью сто пятьдесять τριάντα φορές το πέντε κάνουν εκατόν πενήντα.

    Большой русско-греческий словарь > тридцатью

  • 7 до

    I до свидания! γεια χαρά!, χαίρετε! αντίο! καλή αντά μωση (до встречи) II до 1) ως, έως, μέχρι, ίσαμε до десяти часов утра μέχρι τις δέκα το πρωί от пяти до десяти часов вечера από τις πέντε με δέκα το βράδυ до сих пор ως τώρα (о времени), ως εδώ (о расстоянии)' до тридцати человек μέχρι τριάν τα άτομα дети до 16 лет τα παιδιά κάτω των δεκαέξι ετών 2) (прежде, перед) πριν, προ до нашего прихода πριν να ρθούμε; до нашей эры προ Χριστού
    * * *
    1) ως, έως, μέχρι, ίσαμε

    до десяти́ часо́в утра́ — μέχρι τις δέκα το πρωί

    от пяти́ до десяти́ часо́в ве́чера — από τις πέντε με δέκα το βράδυ

    до сих по́р — ως τώρα ( о времени), ως εδώ ( о расстоянии)

    до тридцати́ челове́к — μέχρι τριάντα άτομα

    де́ти до 16 лет — τα παιδιά κάτω των δεκαέξι ετών

    2) (прежде, перед) πριν, προ

    до на́шего прихо́да — πριν να ρθούμε

    до на́шей э́ры — προ Χριστού

    Русско-греческий словарь > до

  • 8 небольшой

    небольш||ой
    прил μικρός / (ό)λίγος (по количеству)/ ἀσήμαντος (незначительный):
    привезли́ книги в \небольшойо́м количестве ἐφεραν λίγα βιβλία· \небольшойая высота τό μικρό ὕψος· \небольшойо́е расстояние κοντινή ἀπόσταση· \небольшой перерыв τό μικρό διάλειμμα· \небольшой срок σύντομο χρονικό διάστημα· \небольшойая разница ἀσήμαντη διαφορά· ◊ с \небольшойи́м καί κάτι παραπάνω, καί λίγο παραπάνω· тридцать рублей с \небольшойи́м τριάντα ρούβλια καί κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > небольшой

  • 9 около

    около
    1. предлог с род. п. (возле) κοντά, σιμά, πλησίον
    2. предлог с род. п. (приблизительно) περίπου, σχεδόν, ἀπάνω κάτω:
    мы шли \около часа περπατούσαμε περίπου μιάν ῶρα· ему́ \около тридцати лет εἶναι περίπου τριάντα χρονών
    3. нареч (вокруг, близко) κοντά, πλησίον, σιμά· ◊ ходить вокруг да \около τά κλωθογυρίζω, μιλώ μέ περιστροφές.

    Русско-новогреческий словарь > около

  • 10 приблизительно

    приблизительно
    нареч περίπου, (ἀ)πάνω κάτω, κατά προσέγγισιν:
    ему́ \приблизительно тридцать лет (αυτός) εἶναι περίπου τριάντα χρονών подсчитать \приблизительно λογαριάζω κατά προσέγγισιν.

    Русско-новогреческий словарь > приблизительно

  • 11 стукнуть

    сту́к||нуть
    сов
    1. см. сту́-кать· \стукнутьнуть палкой χτυπώ μέ τό μπαστούνι·
    2. см. стучать· ◊ ему́ \стукнутьнуло тридцать лет μπήκε (или πάτησε) στά τριάντα (χρόνια).

    Русско-новогреческий словарь > стукнуть

  • 12 четырежды

    четыре||жды
    нареч τέσσερες φορές, τετράκις:
    \четыреждыжды восемь \четырежды тридцать два τέσσερες ὁκτώ \четырежды τριάντα δύο.

    Русско-новогреческий словарь > четырежды

  • 13 тридцать

    [τρίνττσατ"] αριθμ. τριάντα

    Русско-греческий новый словарь > тридцать

  • 14 тридцать

    [τρίνττσατ"] αριθμ τριάντα

    Русско-эллинский словарь > тридцать

  • 15 месяц

    α.
    1. μήνας•

    двенадцать -ев οι δώδεκα μήνες•

    месяц солнечный ηλιακός μήνας•

    лунный σεληνιακός(συνοδικός) μήνας•

    текущий месяц ο τρέχων μήνας•

    прошлый месяц ο περασμένος μήνας•

    будущий месяц ο ερχόμενος (προσεχής) μήνας•

    в начале -а στην αρχή του μήνα•

    в конце -а στο τέλος του μήνα.

    || περίοδος τριάντα ημερών•

    он приедет через месяц αυτός θα έρθει μετά από ένα μήνα (μετά απο 30 περίπου μέρες).

    2. φεγγάρι, σελήνη•

    полный месяц η πανσέληνος•

    новый ή молодой месяц καινούριο φεγγάρι•

    месяц в ущербе το φεγγάρι είναι στη χάση•

    месяц народился το φεγγάρι πιάστηκε.

    Большой русско-греческий словарь > месяц

  • 16 промахать

    -машу, -машешь
    κ. -аю, -аешь.
    1. κινώ, κουνώ (για ένα χρον. διάστημα)•

    платком несколько минут κουνώ το μαντήλι κάμποσα λεπτά.

    2. (промахатьаю -аешь) απλ. διανύω, διατρέχω•

    промахать тридцать километров διατρέχω τριάντα χιλιόμετρα.

    Большой русско-греческий словарь > промахать

  • 17 сребреник

    α.
    αργυρό νόμισμα, το αργύριο.
    εκφρ.
    за тридцать -ов продать ή предать – πουλώ (προδίνω) για τριάντα αργύρια.

    Большой русско-греческий словарь > сребреник

  • 18 тридцатый

    (αριθμητικό τακτικό)• τριακοστός•

    тридцатый километр τριακοστό χιλιόμετρο•

    -ые годы η τέταρτη δεκαετία (30-39)• -ое марта η τριάντα του Μάρτη• - год τριακοστό έτος (ηλικίας)•

    -ое число месяца η τριακοστή ημερομηνία.

    Большой русско-греческий словарь > тридцатый

  • 19 шестью

    επίρ.
    έξι φορές•

    шестью пять шестью тридцать έξι φορές το πέντε = τριάντα.

    Большой русско-греческий словарь > шестью

См. также в других словарях:

  • τριάντα — οι, τα / τριάντα, οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) αυτοί που αποτελούνται από τρεις δεκάδες νεοελλ. 1. με το αρθρ. τού ουδ. εν. ως ουσ.) το τριάντα α) ο αριθμός που αποτελείται από τρεις δεκάδες και η συμβολική παράσταση του β) καθετί που έχει τον …   Dictionary of Greek

  • τριάντα — αριθμ. απόλ. άκλ. 1. ποσότητα τριών δεκάδων. 2. με το ουδ. άρθρο ως ουσ., τριάντα, το ο αριθμός αυτός και το σύμβολό του: Το 30 π.Χ. 3. ό,τι έχει τον αριθμό αυτόν ως διακριτικό: Το τριάντα δωμάτιο τουξενοδοχείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τριάντα — Sp Triánta Ap Τριάντα/Trianta L P. Sporadų ss. (Rodo s.), Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • τριᾶντα — τριάξω fut part act neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) τριάξω fut part act masc acc sg (doric aeolic) τριάζω conquer fut part act neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) τριάζω conquer fut part act masc acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τριάντα (Ιαλυσός) — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Ρόδου, του νομού Δωδεκανήσου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (17 τ. χλμ.) …   Dictionary of Greek

  • τριακάς — άδος, ἡ, ΜΑ, και επικ. και ιων. τ. τριηκάς και, κατά τον Ησύχ., τριάξ Α (συνηρ. τ. αντί τριακοντάς) ο αριθμός τριάντα αρχ. 1. η τριακοστή μέρα κάθε μήνα 2. μήνας που περιέχει τριάντα μέρες 3. (στην Αθήνα) καθένα από τα τριάντα γένη κάθε φυλής 4.… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • τριάκοντα — οι, τα / τριάκοντα, οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρίηκοντα Α (απόλ. αριθμτ.) 1. αυτοί που αποτελούνται από τρεις δεκάδες, τριάντα («oἱ δὲ ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα ἀργύρια», ΚΔ) 2. (με το αρθρ.) οι τριάκοντα α) (στη Σπάρτη) τριάντα πολίτες… …   Dictionary of Greek

  • τριακονθήμερος — η, ο / τριακονθήμερος, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. τριηκονθήμερος, ον, Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τριάντα ημερών 2. το ουδ. ως ουσ. το τριακονθήμερο(ν) χρονικό διάστημα τριάντα ημερών αρχ. αυτός που έχει ηλικία τριάντα ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα… …   Dictionary of Greek

  • τριακοντάκλινος — ον, Α 1. αυτός που έχει τριάντα κλίνες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριακοντάκλινον έπιπλο τής εφορίας στο οποίο υπήρχαν τριάντα χώροι για να τοποθετούνται οι λογαριασμοί τών τριάντα ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + κλινος (< κλίνη), πρβλ. τρί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»