Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τρεῖς

  • 21 Το μυστικό που το ξέρουνε τρεις, το ξέρουν όλοι

    – Από χείλη σε χείλη το μαθαίνουν χίλιοι
    – Εγώ το λέω στη γάτα μου και η γάτα στην ουρά της
    – Το μυστικό που το ξέρουνε τρεις, το ξέρουν όλοι
    Сказал другу, а пошло по кругу
    Свинья борову, а боров всему городу
    Скажешь курице, а она всей улице
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το μυστικό που το ξέρουνε τρεις, το ξέρουν όλοι

  • 22 Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα

    Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα
    – Ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται
    Как веревочка не вейся, а конец будет
    Сколько вору ни воровать, а тюрьмы не миновать
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα

  • 23 Μια του φίλου, δυό του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα

    Μια του φίλου, δυό του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα ( την κακή ψυχρή του)
    Раз по-дружески, два по-дружески, а в третий раз могут уже и не помочь
    Не надо злоупотреблять дружеским отношением
    Надоедливость может вывести из терпения
    Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μια του φίλου, δυό του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα

  • 24 Μια του φίλου, δυό του φίλου, τρεις και την κακή ψυχρή του

    Μια του φίλου, δυό του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα ( την κακή ψυχρή του)
    Раз по-дружески, два по-дружески, а в третий раз могут уже и не помочь
    Не надо злоупотреблять дружеским отношением
    Надоедливость может вывести из терпения
    Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μια του φίλου, δυό του φίλου, τρεις και την κακή ψυχρή του

  • 25 Κάθε θαύμα τρείς μέρες, το μεγάλο τέσσερις

    Каждое чудо – три дня, великое чудо – четыре
    Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάθε θαύμα τρείς μέρες, το μεγάλο τέσσερις

  • 26 Μια του κλέφτη, δυό του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα

    Раз повезло вору, два повезло вору, а в третий раз наступил его чёрный день
    Раз на раз не приходится
    Не надо искушать судьбу
    Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μια του κλέφτη, δυό του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα

  • 27 τρισί

    τρεῖς
    masc /fem /neut dat pl

    Morphologia Graeca > τρισί

  • 28 τρισίν

    τρεῖς
    masc /fem /neut dat pl

    Morphologia Graeca > τρισίν

  • 29 τρία

    τρεῖς
    neut nom /voc /acc pl
    τρία
    three: neut nom /voc /acc pl

    Morphologia Graeca > τρία

  • 30 втрое

    1. (больше) τρείς φορές περισσότερο, (о размере) τρείς φορές μεγαλύτερος 2. (меныне) τρείς φορές λιγότερο, (о размере) τρείς φορές μικρότερος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > втрое

  • 31 третий

    третий τρίτος; в \третийьем часу κατά τις τρεις η ώρα; \третийьего числа στις τρεις του μήνα
    * * *

    в тре́тьем часу́ — κατά τις τρεις η ώρα

    тре́тьего числа́ — στις τρεις του μήνα

    Русско-греческий словарь > третий

  • 32 Ιωνάς

    Ιωνάς ο
    Иона –
    1) ветхозаветный пророк, пробывший три дня во чреве кита и оставшийся невредимым;
    2) древнехристианское изображение Ионы-пророка в катакомбах, символизирующее Воскресение из мертвых....και σημείον ου δοθήσεται αυτή ει μη το σημείον Ιωνά του προφήτου. ώσπερ γαρ ην Ιωνάς εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, ούτως έσται ο υιός του ανθρώπου εν τη καρδιά της γης τρεις ημέρας και τρεις νύκτας (Ματθ. 12, 39-40) — и знамения не дастся ему, кроме знамения Ионы пророка; ибо как Иона был во чреве кита три дня и три ночи, так и Сын Человеческий будет в сердце земли три дня и три ночи (Мф. 12, 39-40)
    Этим.
    < евр. Yonah «голубь»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Ιωνάς

  • 33 троить

    трою, троишь
    ρ.δ.μ.
    1. τριμερίζω, χωρίζω, μοιράζω στα τρία.
    2. συνδέω ανά τρεΐ£• φτιάχνω, κατατάσσω, διαθέτω ανά τρεις. || επαναλαβαίνω τρεις φορές• -• поле τριβολίζω το χωράφι. || χτυπώ με μια φορά τρεις, τρία•

    троить на бильярде με μια στεκιά χτυπώ τρεις μπί-λες στο μπιλιάρδο•

    троить из ружья σκοτώνω μ ένα σμπάρο τρία πουλιά.

    εκφρ.
    в глазах -ит – τα βλέπω όλα (τα αντικείμενα) τριπλά.
    τρ ιμερίζομαι, διαιρούμαι στα τρία. || μου φαίνονται (τα αντικείμενα) τριπλά. || τριβολίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > троить

  • 34 τρεισκαίδεκα

    τρεισκαίδεκα, οἱ, αἱ, τριακαίδεκα, τά, first as three words, later as one,
    A thirteen: gen.

    τριῶν καὶ δέκα Th.2.97

    , IG12.372.87, etc.: dat.

    τρισὶ καὶ δέκα Th.8.108

    , D.9.25, IG22.1673.7, etc.: acc. neut. τριακαίδεκα (or τρία καὶ δέκα) Hdt.1.119, Ar.Pl. 194, 846, Pax 990:—sts other words are interposed,

    τρεῖς τε καὶ δ. Pi.O.1.79

    , but μέν follows τρισκαίδεκα in B.10.92 and δέ in Th.3.79 (s. v. l., δέ om. codd. BM):— the form τρισκαίδεκα (acc. masc. and fem.) is found in codd. of Hom. Il.5.387, Od.24.340 (in Od.

    τρεισκαίδεκα, διὰ διφθόγγου γράφουσι τὰ τῶν ἀντιγράφων ἀκριβέστερα Eust.

    ad loc.); also of Pi.Fr. 135 (v. l.), B. l. c. (Pap.), Ar.Ra.50, X.HG5.1.5, Th.3.69,79, 8.88 ( τρεῖς καὶ δέκα cod. B); τρισκαλδεκα as gen., Hp.Mul.2.133 ( τρεις- cod. D), Is.8.35; as dat., Th.8.22 codd.:—early Inscrr., however, never have τρισκαίδεκα, but

    τρεῖς [τρε̄ς] καὶ δέκα ἡμέραι IG12.295.11

    (v B. C.);

    στατῆρας τρεισκαίδεκα SIG241

    B101 (Delph., iv B. C.); τρε[ισκαί]δεκα πόλεων ib.368B1 (iii B. C.);

    λίθων τρεισκαίδεκα IG7.3073.134

    (Lebad., ii B. C.); so that τρισκαίδεκα should be corrected in all early texts (in spite of Choerob. in An.Ox.2.267) either to τριῶν καὶ δ., etc., or to τρεισκαίδεκα: the same applies to the following compds.: v. τρεισκαιδέκατος.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρεισκαίδεκα

  • 35 μετά

    μετά (Hom.+) prep. w. gen. and acc., in the NT not (B-D-F §203; Rob. 610) w. dat.—For lit. s. ἀνά, beg.; also for μετά (and σύν) Tycho Mommsen, Beiträge zu d. Lehre v. den griech. Präp. 1895. Basic idea: ‘in the vicinity of ’.
    A. w. gen. with
    marker of placement, with, among, in company with someone (Gen 42:5; EpArist 180; En 22:13; 99:10; PsSol 4:6; JosAs 10:3 al.) or someth. ἦν μετὰ τῶν θηρίων he was among the wild animals Mk 1:13 (Diog. L. 6, 92 μόσχοι μετὰ λύκων). ἦν συγκαθήμενος μ. τῶν ὑπηρετῶν he sat down among the servants 14:54. μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη he was classed among the criminals Mk 15:28; Lk 22:37. τὸ μέρος αὐτοῦ μ. τῶν ἀπίστων θήσει he will assign him his lot among the faithless (unbelievers?) Lk 12:46; cp. Mt 24:51. ζῆτειν τὸν ζῶντα μ. τῶν νεκρῶν seek the living among the dead Lk 24:5. μὴ γογγύζετε μετʼ ἀλλήλων do not grumble among yourselves J 6:43. εἱστήκει Ἰούδας μετʼ αὐτῶν 18:5. ἡ σκηνὴ τ. θεοῦ μετὰ τ. ἀνθρώπων Rv 21:3a. μετὰ τῶν νεφελῶν in the midst of the clouds 1:7.
    marker of assoc. in gener. sense denoting the company within which someth. takes place, with
    w. gen. of pers. in company w. whom someth. takes place
    α. w. verbs of going, remaining, etc. προσέρχεσθαι μ. τινος come (in company) with someone Mt 20:20; cp. 5:41; Mk 1:29; 3:7; 5:24, 37; 11:11; 14:17; Lk 2:51; 6:17; 9:49; 14:31; J 3:22b; 11:54; Ac 24:1; Gal 2:1. Angels accompanying the Messiah Mt 25:31; cp. 16:27; Mk 8:38; 1 Th 3:13; 2 Th 1:7. περιπατεῖν μ. τινος (Menand., Fgm. 178 Kö., Sam. 587f S. [242f Kö.]; ApcEsdr 6:12) J 6:66. γίνεσθαι μ. τινος be, remain with someone Ac 7:38; 9:19; 20:18; AcPlCor 2:4 (ApcMos 2 ἐγένοντο μ. ἀλλήλων). οἱ μ. αὐτοῦ γενόμενοι his companions Mk 16:10. μένειν μ. τινος stay with someone 1J 2:19 (ParJer 3:15). ζήσασα μ. ἀνδρός Lk 2:36. ἀκολουθεῖν μ. τινος follow (after) someone Rv 6:8; 14:13 (s. ἀκολουθέω 2).
    β. used w. trans. verbs ἄγειν τινὰ μ. ἑαυτοῦ bring someone along (s. ἄγω 1b) 2 Ti 4:11. παραλαμβάνειν τινὰ μεθʼ ἑαυτοῦ take or bring someone along (as a companion) (Gen 22:3) Mt 12:45; 18:16; Mk 14:33. ἔχειν τι μ. ἑαυτοῦ have someth. with oneself: bread 8:14; τινά someone (PGM 4, 1952): the lame Mt 15:30; the poor Mk 14:7; Mt 26:11; J 12:8; the bridegroom Mk 2:19b. Pass. συγκατεψηφίσθη μετὰ τ. ἕνδεκα ἀποστόλων he was chosen (to serve) with the eleven apostles Ac 1:26 (cp. Himerius, Or. 44 [=Or. 8], 3 μετὰ τῶν θεῶν ἀριθμούμενος=numbered with the gods).
    γ. esp. εἶναι μ. τινος be with someone, in someone’s company.
    א. lit. of close association: the disciples w. Jesus Mt 26:69, 71; Mk 3:14; 14:67; Lk 22:59; J 15:27; 17:24. Also of accompaniment for a short time Mt 5:25; J 3:26; 9:40; 12:17; 20:24, 26. Of Jesus’ association w. his disciples 13:33; 14:9; 16:4; 17:12. Of relations between the superintendent and the congregation μετὰ τ. ἐπισκόπου εἶναι be with, on the side of, the supervisor/bishop IPhld 3:2. οἱ μ. τινος (sc. ὄντες) someone’s friends, companions, etc. (Diod S 17, 96, 2 οἱ μεθʼ Ἡρακλέους; SIG 175, 5; 659, 5; 826e II, 30; Am 4:2; 8:10; Gen 24:59; 1 Macc 7:23; JosAs 27:7; AscIs 2:15; 3:6, 14; Jos., Vi. 397, Ant. 7, 20; Just., D. 8, 3 al.) Mt 12:3f; 26:51; Mk 1:36; 2:25; Lk 6:3f. Of things ἄλλα πλοῖα ἦν μ. αὐτοῦ other boats were with him, accompanied him Mk 4:36. ὁ μισθός μου μετʼ ἐμοῦ (sc. ἐστιν) Rv 22:12. τὸ πῦρ ἐστι μετʼ αὐτοῦ the fire (of judgment) awaits him (the interpretation of the Armenian text; sim. the Lat.) AcPlCor 2:37.
    ב. in ref. to supportiveness be with someone, stand by, help someone of God’s help (Gen 21:20; 26:3; 28:20 al.; Jos., Ant. 15, 138) J 3:2; 8:29; 16:32; Ac 7:9 (cp. Gen 39:2, 21); 10:38; cp. Mt 1:23 (Is 8:8); Lk 1:28; Ro 15:33. Of God’s hand (1 Ch 4:10) Lk 1:66; Ac 11:21. Of Christ: Mt 28:20; Ac 18:10.
    ג. a favorite expr. in conclusions of letters ὁ θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ εἰρήνης ἔσται μ. ὑμῶν will be with you 2 Cor 13:11; cp. Phil 4:9; ὁ κύριος κτλ. 2 Th 3:16 (cp. Ruth 2:4); 2 Ti 4:22. ἡ χάρις τοῦ κυρίου Ἰησοῦ μ. ὑμῶν (sc. ἔσται) 1 Cor 16:23; cp. 1 Th 5:28; 1 Cl 65:2. μ. τοῦ πνεύματος ὑμῶν Gal 6:18; Phil 4:23; Phlm 25; 21:9. μ. πάντων ὑμῶν 2 Th 3:18; cp. Eph 6:24. Short and to the point: ἡ χάρις μ. ὑμῶν Col 4:18; 1 Ti 6:21; cp. Tit 3:15; Hb 13:25. ἔσται μεθʼ ἡμῶν χάρις ἔλεος εἰρήνη 2J 3.—ἡ ἀγάπη μου μ. πάντων ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ my love is with you all in Christ Jesus 1 Cor 16:24. ἡ χάρις τοῦ κυρίου Ἰ. Χρ. καὶ ἡ ἀγάπη τ. θεοῦ καὶ ἡ κοινωνία τοῦ ἁγίου πνεύματος μετὰ πάντων ὑμῶν 2 Cor 13:13 (WvanUnnik, Dominus Vobiscum: liturg. formula, TManson memorial vol., ’59, 270–305; on the Trinitarian formula s. the lit. on πνεῦμα 8).—In the expr. ὅσα ἐποίησεν ὁ θεὸς μ. αὐτῶν Ac 14:27; 15:4 (cp. Hs 5, 1, 1) ὤν could be supplied what God has done in helping them; but ποιεῖν can just as well go w. μ. αὐτῶν has done for them, after the analogy of עָשָׂה עִם פּ׳ (Tob 12:6; 13:7 ἃ ποιήσει μεθʼ ὑμῶν; Jdth 8:26 ὅσα ἐποίησεν μετὰ Ἀβραάμ; 15:10; 1 Macc 10:27. In addition, cp. BGU 798, 8 εὐχαριστοῦμεν τῇ ἡμῶν δεσποίνῃ εἰς πάντα τὰ καλὰ ἃ ἐποίησεν μετὰ τ. δούλων αὐτῆς. But s. also LMaloney, ‘All That God Had Done with Them’ ’91, 118–21: God works ‘with’ the apostles and ‘through’ them). Here also belongs ποιεῖν ἔλεος μ. τινος have mercy on someone, show mercy to someone (Gen 24:12; 2 Km 3:8; JosAs 23:4) Lk 1:72; 10:37 (MWilcox, The Semitisms in Ac, ’65, 84f). ἐμεγάλυνεν κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ μετʼ αὐτῆς the Lord has shown great mercy to her 1:58 (cp. 1 Km 12:24; Ps 125:2f).—In πληρώσεις με εὐφροσύνης μ. τοῦ προσώπου σου Ac 2:28=Ps 15:11 the LXX has literally translated אֶת־פָּנֶיךָ; it means in your presence.
    ד. in ref. to taking sides or being allied in some way with someone: in contrast to εἶναι κατά τινος be against someone is εἶναι μ. τινος be with someone, on someone’s side Mt 12:30a; Lk 11:23a (AFridrichsen, ZNW 13, 1912, 273–80).
    to denote the company in which an activity or experience takes place: ἀνακεῖσθαι μ. τινος recline at table with someone (for a meal) Mt 26:20. ἀνακλιθῆναι 8:11; cp. Lk 24:30. βασιλεύειν Rv 20:4, 6. γρηγορεῖν Mt 26:38, 40. δειπνεῖν Rv 3:20 (TestJob 15:2). δουλεύειν Gal 4:25. ἐμπαίζειν Mt 27:41. ἐσθίειν 9:11; 24:49; Mk 2:16ab; 14:14, 18; Lk 5:30 (TestAbr A 4 p. 81, 9 [Stone p. 10]). ἠρώτα … ἵνα φάγῃ μ. αὐτοῦ he asked (him) to eat with him 7:36 (cp. TestAbr B 6 p. 110, 21 [Stone p. 68]; JosAs 7:1). εὐφραίνεσθαι 15:29; Ro 15:10 (Dt 32:43). κλαίειν 12:15b. κληρονομεῖν Gal 4:30 (Gen 21:10; Just., D. 26, 1; cp. συγκληρονομεῖν JosAs 24:9). πίνειν Mt 26:29. ποιεῖν τὸ πάσχα celebrate the Passover (with someone) 26:18. συνάγειν 12:30b; Lk 11:23b. συνεσθίειν Gal 2:12. ταράττεσθαι Mt 2:3. τρώγειν J 13:1 v.l. χαίρειν Ro 12:15a.
    The associative aspect can also derive expression from the fact that two opposite parties exert influence upon one another or that one party brings the other to adopt a corresponding, and therefore common, attitude
    α. in friendly, or at least not in hostile, fashion: εἰρηνεύειν (3 Km 22:45) Ro 12:18; cp. 2 Ti 2:22; Hb 12:14. εὐθηνίαν ἔχειν Hm 2:3. κοινωνίαν ἔχειν 1J 1:3a, 7. λαλεῖν μετά τινος (cp. Gen 31:24, 29; 1 Macc 7:15) Mk 6:50; J 4:27ab. συλλαλεῖν μ. τινος Mt 17:3; Ac 25:12. συμβούλιον διδόναι Mk 3:6. συνάγεσθαι Mt 28:12; J 18:2. συνᾶραι λόγον Mt 18:23; 25:19. ἐγένοντο φίλοι ὅ τε. Ἡρῴδης καὶ ὁ Πιλᾶτος μετʼ ἀλλήλων Lk 23:12. οἱ μοιχεύοντες μετʼ αὐτῆς those who commit adultery with her Rv 2:22. πορνεύειν (cp. Ezk 16:34; TestAbr A 10 p. 88, 7 [Stone p. 24]) 17:2; 18:3, 9. μολύνεσθαι 14:4 (cp. En 12:4 τῶν γυναικῶν ἐμιάνθησαν).
    β. in hostile fashion; after verbs of fighting, quarreling, etc. to denote the pers. w. whom the strife is being carried on πολεμεῖν μ. τινος carry on war with = against someone (נִלְחַם עִם פּ׳ 1 Km 17:33; 3 Km 12:24; ParJer 7:10. But s. also OGI 201, 3 ἐπολέμησα μετὰ τῶν Βλεμύων; BGU 1035, 9; 11. Also in Mod. Gk. [AThumb, Hdb. der neugriech. Volkssprache2 1910 §162, 1 note]) Rv 2:16; 12:7; 13:4; 17:14 (B-D-F §193, 4; Rob. 610). Also πόλεμον ποιεῖν (Gen 14:2; 1 Ch 5:19) 11:7; 12:17; 13:7 (Da 7:21 Theod.); 19:19. ζητεῖν μ. τινος deliberate or dispute w. someone J 16:19; cp. 3:25 (cp. ApcEsdr 2:6 δικάζου μεθʼ ἡμῶν). κρίνεσθαι go to law w. someone 1 Cor 6:6. κρίματα ἔχειν μ. τινος have lawsuits w. someone vs. 7.
    of any other relation betw. persons, whether already existing or brought about in some manner εἶδον τὸ παιδίον μ. Μαρίας Mt 2:11. ἀνταποδοῦναι ὑμῖν ἄνεσιν μ. ἡμῶν 2 Th 1:7. ἐκδέχομαι αὐτὸν μ. τῶν ἀδελφῶν 1 Cor 16:11. Of delegations, composed of several units Mt 22:16; 2 Cor 8:18. συμφωνεῖν Mt 20:2.
    of things ὧν τὸ αἷμα ἔμιξεν μ. τῶν θυσιῶν αὐτῶν Lk 13:1. Pass. πιεῖν οἶνον μ. χολῆς μεμιγμένον Mt 27:34.
    to show a close connection betw. two nouns, upon the first of which the main emphasis lies (Thu. 7, 75, 3 λύπη μ. φόβου; Pla., Rep. 9, 591b ἰσχύν τε καὶ κάλλος μετὰ ὑγιείας λαμβάνειν; Ar. 11:2 τόξον ἔχειν μ. φαρέτρας) ἀγάπη μ. πίστεως Eph 6:23. πίστις μ. σωφροσύνης 1 Ti 2:15. εὐσέβεια μ. αὐταρκείας 6:6. Cp. Eph 4:2b; Col 1:11; 1 Ti 1:14. φάρμακον μ. οἰνομέλιτος ITr 6:2.
    marker of attendant circumstances of someth. that takes place, with
    of moods, emotions, wishes, feelings, excitement, states of mind or body (Xenophon Eph. 1, 15, 5 μ. ἀδείας; 2, 10, 4 μ. ἐπιμελείας; PAmh II, 133, 11 μετὰ πολλῶν κόπων; PLond II, 358, 8 p. 172 [II A.D.]; SIG index IV p. 445f; LXX [Johannessohn, Präp. 209ff]; En et al.) μ. αἰδοῦς with modesty 1 Ti 2:9. μ. αἰσχύνης with shame (s. αἰσχύνη 2) Lk 14:9. μ. εὐνοίας Eph 6:7. μ. εὐχαριστίας Phil 4:6; 1 Ti 4:3f; cp. Ac 24:3. μετὰ χαρᾶς (2 Macc 15:28; 3 Macc 5:21; 6:34; En 10:16; PsSol 8:16 al.; s. χαρά 1a) 1 Th 1:6; Hb 10:34; 13:17; cp. Phil 2:29. μ. φόβου καὶ τρόμου 2 Cor 7:15; Eph 6:5; Phil 2:12. μ. φόβου καὶ χαρᾶς Mt 28:8. μ. πραΰτητος καὶ φόβου 1 Pt 3:16. μ. παρρησίας (Lev 26:13; 1 Macc 4:18; s. παρρησία 3a) Ac 2:29; 4:29, 31; 28:31; Hb 4:16. μ. πεποιθήσεως 1 Cl 31:3. μ. σπουδῆς (3 Macc 5:24, 27; Mel., P. 12, 80) Mk 6:25; Lk 1:39. μ. ταπεινοφροσύνης Eph 4:2a; cp. Ac 20:19. μ. ὀργῆς (3 Macc 6:23; TestJob 4:4) Mk 3:5. μ. δακρύων in tears (3 Macc 1:16; 4:2; 5:7; TestAbr A 9 p. 86, 19 [Stone p. 20]; 14 p. 94, 21 [St. p. 36]; JosAs 28:8; ApcEsdr 6:23; s. δάκρυον) Mk 9:24 v.l.; Hb 5:7; 12:17. μ. εἰρήνης (s. εἰρήνη 1b) Ac 15:33; Hb 11:31.
    of other accompanying phenomena (Antig. Car. 148 μετὰ φλογὸς καίεσθαι) μ. διωγμῶν though with persecutions Mk 10:30. μ. ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν 1 Ti 4:14. μ. νηστειῶν Ac 14:23. μ. θορύβου (Jos., Ant. 5, 216) 24:18. μ. παρακλήσεως 2 Cor 8:4. μ. παρατηρήσεως Lk 17:20. μ. ὕβρεως καὶ πολλῆς ζημίας Ac 27:10 (s. ὕβρις 3). μ. φαντασίας 25:23. μ. δυνάμεως καὶ δόξης Mt 24:30; Mk 13:26; Lk 21:27 (Just., A I, 50, 1 al. μ. δόξης, D. 132, 1 w. δυνάμεως). μ. ἐξουσίας καὶ ἐπιτροπῆς Ac 26:12 (Jos., Ant. 20, 180 μετʼ ἐξουσίας). μ. βραχίονος ὑψηλοῦ ἐξάγειν τινά (s. βραχίων) Ac 13:17. μ. φωνῆς μεγάλης w. a loud voice Lk 17:15 (cp. EpArist 235; 281; JosAs 28:9). μ. σάλπιγγος with a trumpet call Mt 24:31 (Plut., Mor. 1135f μετʼ αὐλῶν=with the sound of flutes). σφραγίσαντες τ. λίθον μετὰ τ. κουστωδίας makes the stationing of the guard an accompaniment to the sealing of the stone Mt 27:66 (another possibility here is the instrumental use of μετά [Lycurgus the orator 124 μ. παραδειγμάτων διδάσκειν; SEG VIII, 246, 8 μετὰ κυνῶν—an instrument of torture—βασανίσαι; CWessely, Neue griech. Zauberpap. 1893, 234 γράφε μ. μέλανος; 2 Macc 6:16]: secure the stone by means of a guard; s. σφραγίζω 1).
    of concrete objects, which serve as equipment (Appian, Maced. 9 §4 μετὰ χρυσῶν στεφάνων; POxy 123, 15; 19 μετὰ τῶν χλαμύδων εἰσβῆναι; 1 Esdr 5:57; Jdth 15:13; TestJob 24:10 μ. ψαλίδος; JosAs 7:4 μ. χρυσίου καὶ ἀργύριου; ParJer 9:31 μ. πολλῶν λίθων; ApcSed 7:10 μ. χαλιναρίου; ApcMos 40 μ. τῶν σινδόνων) μ. μαχαιρῶν καὶ ξύλων Mt 26:47; 55; Mk 14:43, 48; Lk 22:52. μ. φανῶν καὶ λαμπάδων καὶ ὅπλων (Xenophon Eph. p. 336, 20 μ. λαμπάδων) J 18:3.
    B. w. acc. In our lit. only in the mng. after, behind
    marker of position that is behind someth., behind (Hom.+; Polyb.; Just., A I, 13, 4; Tat. 2, 2; not LXX) μ. τὸ δεύτερον καταπέτασμα behind the second curtain Hb 9:3.
    marker of time after another point of time, after (Hom.+; ins, pap, LXX)
    with the time expressly given μ. πολὺν χρόνον (2 Macc 6:1.—μετʼ οὐ πολὺν χρ.: Hero Alex. I p. 340, 6; SIG 1169, 54; Jos., Vi. 407) Mt 25:19. μ. τοσοῦτον χρόνον (4 Macc 5:7; ParJer 5:18) Hb 4:7. μ. χρόνον τινά (Diod S 9, 10, 2; Witkowski 26, 9 [III B.C.]; Jos., Ant. 8, 398; cp. En 106:1 μ. δὲ χρόνον; ApcSed 13:3 μ. χρόνον) Hv 1, 1, 2f; Hs 5, 2, 5; 9, 13, 8. μ. ἡμέρας ἕξ after six days Mt 17:1; Mk 9:2 (ApcMos 42 μ. τὰς ἓξ ἡμέρας). μ. τρεῖς ἡμέρας (Artem. 4, 33 p. 224, 5; Polyaenus 6, 53; 8, 62; EpArist 301; TestJob 52:1f; 53:7; ParJer 9:14; Jos., Ant 7, 280) Mt 27:63; Mk 8:31; 10:34; Lk 2:46; cp. μ. τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας AcPlCor 2:30. μ. δύο ἡμέρας Mt 26:2; Mk 14:1 (cp. Caesar, Bell. Gall. 4, 9, 1 post tertiam diem=on the third day). μ. τινας ἡμέρας Ac 15:36; 24:24. μετʼ οὐ πολλὰς ἡμέρας (Artem. 1, 78 p. 72, 30; Jos., Ant. 5, 328, Vi. 309) Lk 15:13. οὐ μ. πολλὰς ταύτας ἡμέρας not long after these days = within a few days Ac 1:5 (B-D-F §226; 433, 3; Rob. 612; 1158; Dssm., ZVS 45, 1913, 60). W. gen. foll. μ. ἡμέρας εἴκοσι τῆς προτέρας ὁράσεως twenty days after the former vision Hv 4, 1, 1 (cp. Biogr. p. 31 μετὰ ξ´ ἔτη τοῦ Ἰλιακοῦ πολέμου; Gen 16:3). μ. τρεῖς μῆνας Ac 28:11. μ. τρία ἔτη Gal 1:18. ὁ μ. τετρακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη γεγονὼς νόμος 3:17.
    w. designations that are general, but include the idea of time: μ. τὴν ἄφιξίν μου Ac 20:29. μ. τὸ πάσχα after the Passover 12:4. μ. τὴν μετοικεσίαν Βαβυλῶνος Mt 1:12.
    gener. μ. τὴν θλῖψιν after the (time of) tribulation Mk 13:24; cp. μ. τὴν θλῖψιν τῶν ἡμερῶν ἐκείνων Mt 24:29. μ. τὴν ἔγερσιν 27:53. μ. τὴν ἀνάγνωσιν Ac 13:15. μ. τὸ βάπτισμα 10:37. μ. μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν Tit 3:10. μ. τὸ ψωμίον after he had eaten the piece of bread J 13:27.—Quite gener. μ. τοῦτο after this, afterward (Lucian, Hermot. 31; Gen 18:5; Lev 14:19; EpArist 258; TestJob 11:4; TestReub 1:9; TestLevi 6:3; Just., D. 57, 4) J 2:12; 11:7, 11; 19:28; Hb 9:27; Rv 7:1. μ. ταῦτα after this (Aeneas Tact. 240; 350; Diod S 1, 7, 1; Ex 3:20; 11:8 and oft.; TestJob 21:4; TestLevi 6:5; TestJos 19:5; JosAs 10:15; ParJer 3:10; ApcEsdr 4:36; ApcMos 2; Just., A I, 32, 6) Mk 16:12; Lk 5:27; 10:1 and oft. μ. οὐ πολύ (Dio Chrys. 56 [73], 8; Lucian, Scyth. 1; Herodian 1, 9, 7; BGU 614, 14; Mitt-Wilck. II/2, 96 II, 9; 1 Esdr 3:22; Jos., Ant. 12, 132) not long afterward Ac 27:14. μ. μικρόν a short while afterward Mt 26:73; Mk 14:70 (Just., D. 56, 17). Also μ. βραχύ Lk 22:58 (cp. μετʼ ὀλίγον: Lucian, Dial, Mort. 15, 3; PRyl 77, 41; Wsd 15:8; Jdth 13:9; TestAbrA 7 p. 84, 8 [Stone p. 16]; GrBar 9:3; Jos., Ant. 12, 136; 10:15; Just., D. 56, 18).
    w. subst. aor. inf. foll.
    α. w. acc. (SIG 633, 105; 640, 13; 695, 78; 1233, 1; Sir 46:20; Jdth 16:25; Bar 1:9; 1 Macc 1:1, 9; TestAbr B 12 p. 116, 11 [Stone p. 80]; 117, 5 [St. p. 82]; TestJob 5:2; TestLevi 18:1; ApcMos 1; Just., A I, 50, 12.—B-D-F §406, 3; Rob. 979) μ. τὸ ἐγερθῆναί με after I am raised up Mt 26:32; Mk 14:28. μ. τὸ παραδοθῆναι τὸν Ἰωάννην after John was arrested Mk 1:14.—Ac 1:3; 7:4; 10:41; 15:13; 19:21; 20:1; Hv 2, 1, 3; m 4, 1, 7; Hs 8, 1, 3; 8, 2, 5.
    β. without acc. (Aelian, VH 12, 1 p. 118, 27; Herodian 2, 9, 5; SIG 976, 39; UPZ 110, 193 [164 B.C.]; Sir 23:20; 32:18 v.l.; 1 Macc 1:20; ApcMos 26:42f; Just., A I, 14, 1; Tat. 16, 1) μ. τὸ λαλῆσαι αὐτοῖς after he had spoken to them Mk 16:19.—Lk 12:5; 1 Cor 11:25; Hb 10:26.—W. perf. inf. 10:15.—M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > μετά

  • 36 ποιέω

    ποιέω (Hom.+) impf. ἐποίουν; fut. ποιήσω; 1 aor. ἐποίησα; pf. πεποίηκα; plpf. πεποιήκειν Mk 15:7 (as IMagnMai 93b, 24; on the omission of the augment s. B-D-F §66, 1; Mlt-H. 190). Mid.: impf. ἐποιούμην; 1 aor. ἐποιησάμην; pf. πεποίημαι 1 Cl 1:1. Pass. (has disappeared almost entirely; B-D-F §315): 1 fut. ποιηθήσομαι; 1 aor. 3 pl. ἐποιήθησαν (En 22:9); pf. 3 sg. πεποίηται (Ec 8:14; Tat. 11, 2), ptc. πεποιημένος (Ec 1:14 al.) Hb 12:27. A multivalent term, often without pointed semantic significance, used in ref. to a broad range of activity involving such matters as bringing someth. into being, bringing someth. to pass, or simply interacting in some way with a variety of entities.
    to produce someth. material, make, manufacture, produce τὶ someth. (Gen 6:14ff; 33:17 al.; JosAs 16:8; GrBar 3:5 ‘build’; ApcMos 20; Mel., P. 38, 261).
    of human activity: σκεῦος 2 Cl 8:2. χιτῶνας, ἱμάτια Ac 9:39. εἰκόνα Rv 13:14b. θεούς make gods Ac 7:40 (Ex 32:1). ναοὺς ἀργυροῦς 19:24. ἀνθρακιάν J 18:18. τέσσαρα μέρη 19:23 (s. μέρος 1a). πηλόν 9:11, 14. σκηνὰς pitch tents, build huts (1 Ch 15:1; 2 Esdr 18: 16f; Jdth 8:5; Jos., Ant. 3, 79; Just., D. 127, 3 σκηνήν) Mt 17:4; Mk 9:5; Lk 9:33. ἁγίασμα GJs 6:1; καταπέτασμα τῷ ναῷ 10:1; τὴν πορφύραν καὶ τὸ κόκκινον 12:1.—Used w. prepositional expressions ποιῆσαι αὐτὴν (i.e. τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου) κατὰ τὸν τύπον to make it (the tent of testimony) according to the model (Ex 25:40) Ac 7:44; cp. Hb 8:5. ποιεῖν τι ἔκ τινος make someth. from or out of someth. (i.e. fr. a certain material; Hdt. 2, 96; cp. X., An. 4, 5, 14; Theophr., HP 4, 2, 5; Ex 20:24f; 28:15; 29:2) J 2:15; 9:6; Ro 9:21.
    of divine activity, specifically of God’s creative activity create (Hes., Op. 109; Heraclitus, Fgm. 30 κόσμον οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλʼ ἦν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται; Pla., Tim. 76c ὁ ποιῶν ‘the Creator’; Epict. 1, 6, 5; 1, 14, 10; 2, 8, 19 σε ὁ Ζεὺς πεποίηκε; 4, 1, 102; 107; 4, 7, 6 ὁ θεὸς πάντα πεποίηκεν; Ael. Aristid. 43, 7 K.=1 p. 2 D.: Ζεὺς τὰ πάντα ἐποίησεν; Herm. Wr. 4, 1. In LXX oft. for בָּרָא also Wsd 1:13; 9:9; Sir 7:30; 32:13; Tob 8:6; Jdth 8:14; Bar 3:35; 4:7; 2 Macc 7:28; Aristobulus in Eus., PE13, 12, 12 [pp. 182 and 184 Holladay]; JosAs 9:5; Philo, Sacr. Abel. 65 and oft.; SibOr 3, 28 and Fgm. 3, 3; 16; Just., A II, 5, 2 al.) w. acc. ἡ χείρ μου ἐποίησεν ταῦτα πάντα Ac 7:50 (Is 66:2). τοὺς αἰῶνας Hb 1:2 (s. αἰών 3). τὸν κόσμον (Epict. 4, 7, 6 ὁ θεὸς πάντα πεποίηκεν τὰ ἐν τῷ κόσμῳ καὶ αὐτὸν τὸν κόσμον ὅλον; Sallust. 5 p. 10, 29; Wsd 9:9; TestAbr A 10 p. 88, 21 [Stone p. 24]) Ac 17:24. τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν (cp. Ael. Aristid. above; Gen 1:1; Ex 20:11; Ps 120:2; 145:6; Is 37:16; Jer 39:17 et al.; TestJob 2:4; Jos., C. Ap. 2, 121; Aristobulus above) Ac 4:24; 14:15b; cp. Rv 14:7. τὰ πάντα PtK 2 p. 13, 26 (JosAs 12, 2; Just., D. 55, 2; also s. Ael. Aristid. above). Lk 11:40 is classed here by many. Of the relation of Jesus to God Ἰησοῦν, πιστὸν ὄντα τῷ ποιήσαντι αὐτόν= appointed him Hb 3:2 (cp. Is 17:7).—W. a second acc., that of the predicate (PSI 435, 19 [258 B.C.] ὅπως ἂν ὁ Σάραπις πολλῷ σὲ μείζω ποιήσῃ) ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς (God) created them male and female Mt 19:4b; Mk 10:6 (both Gen 1:27c).—Pass. Hb 12:27.—ὁ ποιήσας the Creator Mt 19:4a v.l.
    to undertake or do someth. that brings about an event, state, or condition, do, cause, bring about, accomplish, prepare, etc.
    ἔργα π. do deeds, also in sg. (as JosAs 29:3 μὴ ποιήσῃς τὸ ἔργον τοῦτο) τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραὰμ π. do as Abraham did J 8:39. τὰ ἔργα τοῦ πατρὸς ὑμῶν vs. 41; cp. 10:37. τὰ πρῶτα ἔργα Rv 2:5. ἔργον commit a deed 1 Cor 5:2 v.l. ἔργον ποίησον εὐαγγελιστοῦ 2 Ti 4:5 (s. ἔργον 2).—ἔργον or ἔργα somet. refer to wondrous deeds: ἓν ἔργον ἐποίησα I have done just one (wondrous) deed J 7:21. Pl. 14:12a; cp. vs. 12bc. This illustrates the transition to
    do, perform miracles δυνάμεις Mt 7:22; 13:58; Ac 19:11 (Just., A I, 26, 2 al.); sg. Mk 6:5; 9:39. θαυμάσια Mt 21:15 (cp. Sir 31:9). μεγάλα καὶ θαυμάσια AcPl Ha 8, 33=BMM verso 5f (Just., A I, 62, 4). σημεῖα (Ex 4:17) J 2:23; 3:2; 7:31; 9:16; 11:47b; 20:30; Rv 13:13a; 16:14; 19:20. Sing. J 6:30; 10:41. τέρατα καὶ σημεῖα Ac 6:8; 7:36. ὅσα Mk 3:8; 6:30; Lk 9:10.—Ac 10:39; 14:11.
    of conditions bring about, etc.: εἰρήνην make, establish peace Eph 2:15; Js 3:18 (cp. 2 Macc 1:4). τὴν ἔκβασιν provide a way out 1 Cor 10:13 (on the foll. gen. of the inf. w. the art. s. B-D-F §400, 2; Rob. 1067). ἐπίστασιν ὄχλου cause a disturbance among the people Ac 24:12. τὰ σκάνδαλα create difficulties Ro 16:17. On Mk 6:20 v.l. KRomaniuk, ETL 69, ’93, 140f.—W. dat. of advantage ἐποίουν χαρὰν τοῖς ἀδελφοῖς they brought joy to the members Ac 15:3 (s. ἀδελφός 2a).
    used w. a noun as a periphrasis for a simple verb of doing (s. 7a below; B-D-F §310, 1.—ποιέω in such combinations as early as IPriene 8, 63 [c. 328 B.C.], also Plut., Crass. 551 [13, 6]; s. ἑορτή, end). ἐποίησεν ᾆσμα GJs 6:3. διαθήκην π. Hb 8:9 (Jer 38:32 cod. Q; cp. Is 28:15; TestAbr A 8 p. 86, 6 [Stone p. 20] διάταξιν). π. τὴν ἐκδίκησιν Lk 18:7f; cp. Ac 7:24 (s. ἐκδίκησις 1). ἐνέδραν 25:3. κοπετόν 8:2. κρίσιν (s. κρίσις 1aα and β) J 5:27; Jd 15. θρῆνον GJs 3:1. κυνηγίαν AcPl Ha 1, 33. λύτρωσιν Lk 1:68. ὁδὸν ποιεῖν (v.l. ὁδοποιεῖν) Mk 2:23 (ὁδός 2). π. (τὸν) πόλεμον (μετά τινος) wage war (on someone) Rv 11:7; 12:17; 13:7 (Da 7:8 LXX; 7:21 Theod.; Gen 14:2). πρόθεσιν Eph 3:11; συμβούλιον π. Mk 3:6 v.l.; 15:1; συστροφήν Ac 23:12; cp. vs. 13. φόνον Mk 15:7 (cp. Dt 22:8; Callinicus, Vi. Hyp. 98, 21 Bonn; TestAbr B 10 p. 115, 4 [Stone p. 78, 4]).—τὸ ἱκανὸν ποιεῖν τινι vs. 15 s. ἱκανός 1.
    what is done is indicated by the neut. of an adj. or pron.: τὸ ἀγαθὸν π. do what is good Ro 13:3; τὰ ἀγαθὰ π. J 5:29; ἀγαθὸν π. do good Mk 3:4; 1 Pt 3:11 (Ps 33:15). τὸ καλὸν Ro 7:21; 2 Cor 13:7b; Gal 6:9. τὰ καλὰ (καὶ εὐάρεστα ἐνώπιον αὐτοῦ) 1 Cl 21:1. καλόν Js 4:17. τὸ κακόν Ro 13:4. τὰ κακά 3:8. κακόν 2 Cor 13:7a (κακὸν μηδέν; cp. SIG 1175, 20 κακόν τι ποιῆσαι). κακά 1 Pt 3:12 (Ps 33:17). τὰ ἀρεστὰ αὐτῷ (=τῷ θεῷ) J 8:29; cp. Hb 13:21b; 1J 3:22 (TestAbr A 15 p. 96, 12 [Stone p. 40] πάντα τὰ ἀρεστὰ ἐνώπιον σου ἐποίησεν). πάντα 1 Cor 9:23; 10:31b; IEph 15:3.—ὅ Mt 26:13; Mk 14:9; J 13:7, 27a. τοῦτο Mt 13:28; Mk 5:32; Lk 5:6; J 14:13, 14 v.l.; AcPl Ha 9, 27; Ro 7:15f, 20 (cp. Epict. 2, 26, 4 ὸ̔ θέλει οὐ ποιεῖ καὶ ὸ̔ μὴ θέλει ποιεῖ); 1 Cor 11:24f (the specific sense ‘sacrifice’ in this passage is opposed by TAbbott [JBL 9, 1890, 137–52], but favored by FMozley [ET 7, 1896, 370–86], AAndersen [D. Abendmahl in d. ersten zwei Jahrh. 1904], and K Goetz [D. Abendmahlsfrage2 1907]). αὐτὸ τοῦτο Gal 2:10. ταῦτα Mt 21:23; 23:23; Gal 5:17; 2 Pt 1:10b. αὐτά J 13:17; Ro 1:32; 2:3. τὸ αὐτό Mt 5:46, 47b.—τί ποιήσω; Mk 10:17; cp. J 18:35 (TestAbr A 4 p. 81, 19 [Stone p. 10]; ParJer 6:14 τί ποιήσωμεν; ApcEsdr 7:4 p. 32, 14 Tdf.). τί ἀγαθὸν ποιήσω; Mt 19:16. τί κακὸν ἐποίησεν; Mt 27:23; Lk 23:22; Mk 15:14. τί περισσὸν ποιεῖτε; Mt 5:47a. τί ποιεῖτε τοῦτο; what is this that you are doing? or why are you doing this? Mk 11:3 (GrBar 2:2 τί ἐποίησας τοῦτο; s. B-D-F §299, 1; Rob. 736; 738; Rdm.2 25f). τί ταῦτα ποιεῖτε; Ac 14:15a (as Demosth. 55, 5). τί σὺ ὧδε ποιεῖς; Hv 1, 1, 5. W. ptc. foll. (B-D-F §414, 5; Rob. 1121) τί ποιεῖτε λύοντες; what are you doing, untying? Mk 11:5. τί ποιεῖτε κλαίοντες; what are you doing, weeping? or what do you mean by weeping? Ac 21:13. τί ποιήσουσιν οἱ βαπτιζόμενοι; what are they to do, who have themselves baptized? 1 Cor 15:29.—A statement of what is to be done follows in an indirect question ὸ̔ ποιεῖς ποίησον do what you must do J 13:27 (as Epict. 3, 21, 24 ποίει ἃ ποιεῖς; 3, 23, 1; 4, 9, 18; TestJob 7:13).
    of meals or banquets, and of festivities of which a banquet is the principal part give ἄριστον Lk 14:12. δεῖπνον (q.v. bα) Mk 6:21; Lk 14:12, 16; J 12:2; Hs 5, 2, 9. δοχήν (s. δοχή) Lk 5:29; 14:13; GJs 6:2. γάμους (s. γάμος 1a) Mt 22:2 (JosAs 20:6).—Keep, celebrate (PFay 117, 12) the Passover (feast) Mt 26:18; Hb 11:28 (s. πάσχα 3). Also in connection w. τὴν ἑορτὴν ποιῆσαι Ac 18:21 D the Passover is surely meant. But π. is also used of festivals in general (cp. X., Hell. 4, 5, 2 ποιεῖν Ἴσθμια; 7, 4, 28 τὰ Ὀλύμπια).
    of the natural processes of growth; in plant life send out, produce, bear, yield καρπόν, καρπούς (Aristot., Plant. 1, 4, 819b, 31; 2, 10, 829a, 41; LXX [καρπός 1aα]) Mt 3:10; 7:17ab, 18, 19; 13:26; Lk 3:9; 6:43ab; 8:8; 13:9; Rv 22:2; also in imagery Mt 3:8; 21:43; Lk 3:8. κλάδους Mk 4:32. ἐλαίας Js 3:12a (cp. Jos., Ant. 11, 50 ἄμπελοι, αἳ ποιοῦσιν τὸν οἶνον). π. ὕδωρ produce water vs. 12b (but s. ἁλυκός).—Of capital yielding a return ἡ μνᾶ ἐποίησεν πέντε μνᾶς the mina has made five minas Lk 19:18. Also of a person who operates w. capital make money (Ps.-Demosth. 10, 76; Polyb. 2, 62, 12) ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα Mt 25:16 v.l.
    with focus on causality
    α. The result of the action is indicated by the acc. and inf.; make (to), cause (someone) to, bring it about that (Hom. et al.; also ins [SIG IV p. 510a index], pap, LXX; TestJob 3:7; 42:6; ParJer 9:16f; ApcMos 16; Just., A I, 26, 5, D. 69, 6; 114, 1; Ath. 13, 2) ποιεῖ αὐτὴν μοιχευθῆναι Mt 5:32. ποιήσω ὑμᾶς γενέσθαι ἁλεεῖς ἀνθρώπων Mk 1:17. Cp. 7:37b; Lk 5:34 ( force someone to fast); J 6:10; Ac 17:26; Rv 13:13b.—ἵνα takes the place of the inf.: ποιήσω αὐτοὺς ἵνα ἥξουσιν Rv 3:9; cp. 13:12b, 16. ἵνα without acc. (TestAbr B 6 p. 110, 20 [Stone p. 68] ποίησον ἵνα φαγῶμεν) J 11:37; Col 4:16; Rv 13:15.—ἡμῖν ὡς πεποιηκόσιν τοῦ περιπατεῖν αὐτόν us, as though we had caused him to walk Ac 3:12 (s. B-D-F §400, 7).
    β. w. a double accusative, of the obj. and the pred. (Hom. et al.; LXX; ApcEsdr 4:27 p. 38, 32 Tdf. λίθους ἄρτους ποιήσας; Mel., P. 68, 494 ποιήσας ἡμᾶς ἱεράτευμα καινόν), make someone or someth. (into) someth. W. noun as predicate acc.: ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων Mt 4:19. ὑμεῖς αὐτὸν (i.e. τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ) ποιεῖτε σπήλαιον λῃστῶν 21:13; Mk 11:17; Lk 19:46. Cp. Mt 23:15b; J 2:16; 4:46, 54; cp. 2:11; Ac 2:36; 2 Cor 5:21; Hb 1:7 (Ps 103:4); Rv 1:6; 3:12 al. ποίησόν με ὡς ἕνα τ. μισθίων σου Lk 15:19, 21 v.l. (cp. Gen 45:8; 48:20 and s. B-D-F §453, 4; Rob. 481). If the obj. acc. is missing, it may be supplied fr. the context as self-evident ἁρπάζειν αὐτὸν ἵνα ποιήσωσιν βασιλέα take him by force, in order to make (him) king J 6:15.—1 Cor 6:15. Claim that someone is someth., pretend that someone is someth. J 8:53; 10:33; 19:7, 12; 1J 1:10; 5:10. Cp. 5b.—W. adj. as predicate acc.: εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους (Is 40:3) make the paths straight Mt 3:3; Mk 1:3; Lk 3:4. τρίχα λευκὴν π. Mt 5:36. Cp. 12:16; 20:12b; 26:73; 28:14; Mk 3:12; J 5:11, 15; 7:23; 16:2; Ac 7:19; Eph 2:14 ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἕν; Rv 12:15; 21:5. ἴσον ἑαυτὸν ποιῶν τῷ θεῷ (thereby) declaring that he was equal to God or making himself equal to God J 5:18.—Cp. use of the mid. 7b below.
    γ. w. adv. of place send outside ἔξω ποιεῖν τινα put someone out (=send outside; cp. X., Cyr. 4, 1, 3 ἔξω βελῶν ποιεῖν=‘put outside bowshot’) Ac 5:34.
    to carry out an obligation of a moral or social nature, do, keep, carry out, practice, commit
    do, keep the will or law obediently τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ etc. (JosAs 12:3; s. θέλημα 1cγ) Mt 7:21; 12:50; Mk 3:35; J 4:34; 6:38; 7:17; 9:31; Eph 6:6; Hb 10:7, 9 (both Ps 39:9), 36; 13:21; 1J 2:17; Pol 2:2; τὰ θελήματα Mk 3:35 v.l.; Ac 13:22; GEb 121, 34. π. τὰ θελήματα τῆς σαρκός Eph 2:3. Cp. Mt 21:31.—π. τὸν νόμον J 7:19; Gal 5:3; cp. Mt 5:19; Ro 2:14; Gal 3:10 (Dt 27:26); vs. 12 (cp. Lev 18:5).—Mt 7:24, 26; Lk 6:46; J 2:5; 8:44. ἐκεῖνο τὸ προσταχθὲν ἡμῖν ποιήσωμεν let us do what has been commanded us GMary 463, 27f (ParJer 6:9).—ὸ̔ ἐὰν φανηρώσῃ … ὁ θεός, τοῦτο ποιήσομεν GJs 8:2.—ἐξουσίαν ποιεῖν exercise authority Rv 13:12a.
    do, practice virtues (cp. SIG 304, 41f τὰ δίκαια): π. τὴν ἀλήθειαν (ἀλήθεια 2b) live the truth J 3:21 (cp. 1QS 1:5 al.); 1J 1:6. (τὴν) δικαιοσύνην (δικαιοσύνη 3a) 1J 2:29; 3:7, 10; Rv 22:11; 2 Cl 4:2; 11:7. τὰ ἐντολά Ro 22:14 v.l. (SGoranson, NTS 43, ’97, 154–57). Differently Mt 6:1 (δικαιοσύνη 3b), which belongs with ποιεῖν ἐλεημοσύνην vs. 2a and 3a (s. ἐλεημοσύνη 1); cp. Ac 9:36; 10:2; 24:17. π. ἐγκράτειαν 2 Cl 15:1. π. χρηστότητα Ro 3:12 (Ps 13:1, 3; 52:4 v.l.). π. ἔλεος show mercy Js 2:13; μετά τινος to someone Lk 1:72; 10:37a (JosAs 23:4; s. ἔλεος a and μετά A2γג).
    do, commit, be guilty of sins and vices (τὴν) ἁμαρτίαν (ἁμαρτία 1a) J 8:34; 2 Cor 11:7; 1 Pt 2:22; 1J 3:4a, 8, 9; pl. Js 5:15 (TestAbr B 10 p. 115, 10 [Stone p. 78, 10]). ἁμάρτημα (TestJob 11:3; ParJer 2:2; s. ἁμάρτημα) 1 Cor 6:18. (τὴν) ἀνομίαν (ἀνομία 2) Mt 13:41; 1J 3:4b; 1 Cl 16:10 (Is 53:9). βδέλυγμα καὶ ψεῦδος Rv 21:27. τὸ πονηρὸν τοῦτο GJs 13:1; cp. 13:2; 15:3f; ταῦτα 15:2. τὰ μὴ καθήκοντα Ro 1:28. ὸ̔ οὐκ ἔξεστιν Mk 2:24; cp. Mt 12:2.
    The manner of action is more definitely indicated by means of an adv. (Jos., C. Ap. 2, 51). καλῶς ποιεῖν do good or well Mt 12:12; 1 Cor 7:37, 38a (ApcMos 17). κρεῖσσον π. 7:38b; Js 2:8 (s. 5d below), 19; φρονίμως π. act wisely Lk 16:8; π. οὕτως do so (Chariton 8, 6, 4 ποιήσομεν οὕτως=this is the way we will proceed; JosAs 10:20; ApcMos 40; Mel., P. 13, 82) Mt 24:46; Lk 9:15; 12:43; J 14:31 (καθὼς … οὕτως π.); Ac 12:8; 1 Cor 16:1; Js 2:12; B 12:7; GJs 7:2. π. ὡσαύτως proceed in the same way Mt 20:5; ὁμοίως π. Lk 3:11; 10:37b. ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ ποιοῦσιν as the dissemblers do Mt 6:2b. καθὼς ποιεῖτε 1 Th 5:11.—ποιεῖν foll. by a clause beginning w. ὡς: ἐποίησεν ὡς προσέταξεν he did as (the angel) had ordered Mt 1:24; cp. 26:19. Or the clause begins w. καθώς Mt 21:6; J 13:15b (TestJob 7:9). For GJs 17:1 s. 5e.
    The manner of the action is more definitely indicated by a prepositional expr. ποιεῖν κατά τι do or act in accordance w. someth. (SIG 915, 13 π. κατὰ τὰς συνθήκας; 1016, 6; PLille 4, 6; 22 [III B.C.]; BGU 998 II, 12 [II B.C.] π. κατὰ τὰ προγεγραμμένα) κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν as they do Mt 23:3b.—Lk 2:27. Also π. πρός τι: πρὸς τὸ θέλημα 12:47.
    to do someth. to others or someth., do someth. to/with, of behavior involving others, π. τι w. some indication of the pers. (or thing) with whom someth. is done; the action may result to the advantage or disadvantage of this person:
    neutral π. τί τινα do someth. with someone (double acc. as Demosth. 23, 194 τὶ ποιεῖν ἀγαθὸν τὴν πόλιν) τί ποιήσω Ἰησοῦν; what shall I do with Jesus? Mt 27:22. τί οὖν αὐτὴν ποιήσωμεν; what, then, shall I do about (Mary)? GJs 8:2; cp. 14:1; 17:1. τί ποιήσεις τὸν ἀγρόν; what will you do with the land? Hs 1:4 (ParJer 3:9 τί θέλει ποιήσω τὰ ἅγια σκεύη). Cp. Mk 15:12.—B-D-F §157, 1; Rob. 484.—Neutral is also the expr. π. τί τινι do someth. to someone J 9:26; 12:16; 13:12; Ac 4:16. Likew. the passive form of the familiar saying of Jesus ὡς ποιεῖτε, οὕτω ποιηθήσεται ὑμῖν as you do (whether it be good or ill), it will be done to you 1 Cl 13:2.
    to someone’s advantage: π. τί τινι (Diod S 18, 51, 3; TestAbr B 12 p. 116, 19 [Stone p. 80]; ParJer 3:12; ApcMos 3): ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι Mt 7:12a. τί θέλετε ποιήσω ὑμῖν; what do you want me to do for you? Mt 20:32.—25:40; cp. vs. 45; Mk 5:19f; 7:12; 10:35f, 51; Lk 1:49; 8:39ab; J 13:15a.—π. τι εἴς τινα 1 Th 4:10. π. τι μετά τινος (B-D-F §227, 3, add. reff. B-D-R) Ac 14:27; 15:4 (TestJob 1:4; on the constr. w. μετά s. 3b above and cp. BGU 798, 7; 948, 8).
    to someone’s disadvantage: π. τί τινι (Gen 20:9; JosAs 28:10 μὴ ποιήσητε αὐτοῖς κακόν; ApcMos 42) τί ποιήσει τοῖς γεωργοῖς; what will he do to the vine-dressers? Mt 21:40.—Mk 9:13; Lk 6:11; 20:15; Ac 9:13; Hb 13:6 (Ps 117:6); GJs 9:2.—π. τι εἴς τινα (PSI 64, 20; 22 [I B.C.] μηδὲ ποιήσειν εἰς σὲ φάρμακα) J 15:21. π. τι ἔν τινι Mt 17:12; Lk 23:31.
    w. dat. and adv. ἐποίησαν αὐτοῖς ὡσαύτως they treated them in the same way Mt 21:36. οὕτως μοι πεποίηκεν κύριος the Lord has dealt thus with me Lk 1:25; cp. 2:48; Mt 18:35. εὖ ποιεῖν τινι Mk 14:7. καλῶς π. τινι Mt 5:44 v.l.; Lk 6:27. ὁμοίως π. τινι 6:31b.—In a condensed colloquialism (ποιεῖν) καθὼς ἐποίει αὐτοῖς (to do) as he was accustomed to do for them Mk 15:8 (s. εὐποιί̈α 1).
    w. dat. and prep. κατὰ τὰ αὐτὰ ἐποίουν τοῖς προφήταις οἱ πατέρες αὐτῶν Lk 6:23; cp. vs. 26.
    do, make, with variations in specialized expressions
    get or gain someth. for oneself, provide oneself with someth. ποιήσατε ἑαυτοῖς βαλλάντια Lk 12:33; φίλους 16:9 (cp. X., An. 5, 5, 12 φίλον ποιεῖσθαί τινα).—Without a dat. Ἰησοῦς μαθητὰς ποιεῖ Jesus was gaining disciples J 4:1.
    of mental construction assume, suppose, take as an example (Hdt. et al.) w. double acc. (Pla., Theaet. 197d) ποιήσατε τὸ δένδρον καλόν suppose the tree is good Mt 12:33a; cp. vs. 33b.
    w. an acc. of time spend, stay (Anth. 11, 330; PSI 362, 15 [251/250 B.C.]; UPZ 70, 21; PFlor 137, 7 [III A.D.] ἡμέραν, ἥν ποιεῖ ἐκεῖ; PGen 54, 18 τρεῖς ἡμέρας; Pr 13:23; Ec 6:12; Tob. 10:7 BA; TestJob 20:5; 31:4; ParJer 6:16; ApcMos 37 ὥρας τρεῖς; Jos. Ant. 6, 18 μῆνας τέσσαρας; cp. our colloquial ‘do time’. Demosth. 19, 163 and Pla., Phileb. 50d are wrongly cited in this connection, as shown by WSchulze, Graeca Latina 1901, 23f) χρόνον (Dionys. Hal. 4, 66; ParJer 7:33; ApcMos 31) Ac 15:33; 18:23. μῆνας τρεῖς 20:3. τρεῖς μῆνας GJs 12:3. νυχθήμερον 2 Cor 11:25. ἐνιαυτόν Js 4:13 (TestJob 21:1 ἔτη).
    καλῶς ποιεῖν w. ptc. foll. do well if, do well to, as a formula somet.= please (s. καλῶς 4a and cp. SIG 561, 6f καλῶς ποιήσειν τοὺς πολίτας προσδεξαμένους; UPZ 110, 11 [164 B.C.]; POxy 300, 5 [I A.D.]; 525, 7; Hdt. 5, 24 εὖ ἐποίησας ἀφικόμενος; SIG 598e, 8f) Ac 10:33; Phil 4:14; 2 Pt 1:19; 3J 6; GEg 252, 53.—Sim. καλῶς ποιεῖν, εἰ … Js 2:8 (cp. PPetr II, 11 [1], 1 καλῶς ποιεῖς εἰ ἔρρωσαι).
    αὕτη ἡ ἡμέρα κυρίου ποιήσει ὡς βούλεται this day of the Lord will turn out as (the Lord) wills GJs 17:1 (deStrycker cites Mt 6:34 for the construction); if the accentuation αὐτή is adopted, render: the day of the Lord shall itself bring things about as (the Lord) wills.
    to be active in some way, work, be active, abs. (X., An. 1, 5, 8; Ruth 2:19) w. acc. of time (Socrat., Ep. 14, 8 ποιήσας ἡμέρας τριάκοντα) μίαν ὥραν ἐποίησαν they have worked for only one hour Mt 20:12a. ποιῆσαι μῆνας be active for months Rv 13:5.—Somet. it is not a general action or activity that is meant, but the doing of someth. quite definite. The acc. belonging to it is easily supplied fr. the context: λέγουσιν καὶ οὐ ποιοῦσιν they say (it), but do not do or keep (it) Mt 23:3c (the contrast is not betw. speaking [λαλεῖν] and acting in general).—2 Cor 8:10f (s. Betz, 2 Cor p. 64); 1 Th 5:24.
    make/do someth. for oneself or of oneself mid.
    mostly as a periphrasis of the simple verbal idea (s. 2d) ἀναβολὴν ποιεῖσθαι Ac 25:17 (s. ἀναβολή). ἐκβολὴν ποιεῖσθαι 27:18 (s. ἐκβολή); αὔξησιν π. Eph 4:16; δέησιν or δεήσεις π. Lk 5:33; Phil 1:4; 1 Ti 2:1 (s. δέησις). διαλογισμοὺς π. 1 Cl 21:3; τὰς διδασκαλίας Papias (2:15); τὴν ἕνωσιν π. IPol 5:2; ἐπιστροφὴν π. 1 Cl 1:1 (ἐπιστροφή 1); καθαρισμὸν π. Hb 1:3 (καθαρισμός 2). κοινωνίαν Ro 15:26. κοπετόν Ac 8:2 v.l.; λόγον (Isocr., Ep. 2, 2; Just., D. 1, 3 al.) 1:1; 11:2 D; 20:24 v.l. (on these three passages s. λόγος: 1b; 1aγ and 1aα, end). μνείαν Ro 1:9; Eph 1:16; 1 Th 1:2; Phlm 4 (μνεία 2). μνήμην 2 Pt 1:15 (s. μνήμη 1). μονήν J 14:23 (μονή 1). νουθέτησιν 1 Cl 56:2 (Just., A I, 67, 4). ὁμιλίαν IPol 5:1 (ὁμιλία 2). ποιεῖσθαι τὴν παραβολήν AcPlCor 2:28. πορείαν π. (=πορεύεσθαι; cp. X., An. 5, 6, 11, Cyr. 5, 2, 31; Plut., Mor. 571e; Jos., Vi. 57; 2 Macc 3:8; 12:10; Ar. 4, 2) Lk 13:22. πρόνοιαν π. make provision, care (Isocr. 4, 2 and 136; Demosth., Prooem. 16; Ps.-Demosth. 47, 80; Polyb. 4, 6, 11; Dion. Hal. 5, 46; Aelian, VH 12, 56. Oft. in ins and pap [esp. of civic-minded people]; Da 6:19 προν. ποιούμενος αὐτοῦ; Jos., Bell. 4, 317, C. Ap. 1, 9; Ar. 13, 2) Ro 13:14; Papias (2:15). προσκλίσεις π. 1 Cl 47:3; σπουδὴν π. be eager (Hdt. 1, 4; 5, 30 πᾶσαν σπουδὴν ποιούμενος; 9, 8; Pla., Euthyd. 304e, Leg. 1, 628e; Isocr. 5, 45 πᾶσαν τὴν σπ.̀ περὶ τούτου ποιεῖσθαι; Polyb. 1, 46, 2 al.; Diod S 1, 75, 1; Plut., Mor. 4e; SIG 539A, 15f; 545, 14 τὴν πᾶσαν σπ.̀ ποιούμενος; PHib 71, 9 [III B.C.] τ. πᾶσαν σπ. ποίησαι; 44, 8) Jd 3. συνελεύσεις ποιεῖσθαι come together, meet 1 Cl 20:10 (Just., A I, 67, 7). συνωμοσίαν ποιεῖσθαι form a conspiracy (Polyb. 1, 70, 6; Herodian 7, 4, 3; SIG 526, 16) Ac 23:13.—Cp. use of the act. 2d.
    w. double acc., of the obj. and pred. (Lucian, Prom. Es in Verb. 6 σεμνοτάτας ἐποιεῖτο τὰς συνουσίας; GDI 4629, II, 22; 25 [Laconia]; Jos., Ant. 2, 263; s. 2hβ) βεβαίαν τὴν κλῆσιν ποιεῖσθαι make the calling certain 2 Pt 1:10. οὐδενὸς λόγου ποιοῦμαι τὴν ψυχὴν τιμίαν ἐμαυτῷ I don’t consider my life as something of value for myself Ac 20:24. Cp. use of the act. 2hβ.—B. 538. Cp. πράσσω. Schmidt, Syn. I 397–423. DELG. M-M. EDNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ποιέω

  • 37 втроем

    втро||ем
    нареч οἱ τρείς, οἱ τρεις μαζί:
    жить \втроем ζούμε καί οἱ τρεις μαζί.

    Русско-новогреческий словарь > втроем

  • 38 трижды

    трижды
    нареч τρίς, τρεις φορές:
    \трижды три девять τρείς τρεις ἐννιά.

    Русско-новогреческий словарь > трижды

  • 39 трое

    трое
    числ. собир. οἱ τρεις:
    \трое братьев τά τρία ἀδέρφια, οἱ τρεις ἀδελφοί· \трое су́-τοκ τρία μερόνυχτα· нас было \трое εἰμα-σταν τρεις.

    Русско-новогреческий словарь > трое

  • 40 δέ

    δέ (the following combinations are to be found elsewhere: μέν δέ v. μέν. τε δέ v. τε δὲ δή v. δή. δ' ὦν v. ὦν. δέ τοι v. τοι. δὲ καί v. also καί. δαὖτε v. also αὖτε. δαὖ v. αὖ. δἄρα v. ἄρα. Since δέ is normallv used in a purely connective capacity, a decision between progressive and adversative δέ must often be arbitrary.)
    1 adversative.
    a opposing one sentence to what precedes (*, = following negative sentence)

    ἰδοῖσα δ O. 2.41

    λείφθη δὲ O. 2.43

    μαθόντες δὲ O. 2.87

    κρύψε δὲ O. 6.31

    μαντεύσατο δ O. 7.32

    ἔστι δὲ O. 8.77

    φέροις δὲ O. 9.41

    ἕπεται δ O. 13.47

    ἐξίει δ *P. 1.91

    χρὴ δὲ P. 2.34

    , P. 2.88

    φέρειν δ P. 2.93

    ἁδόντα δ P. 2.96

    πεύθομαι δP. 4.38

    κλέπτων δὲ P. 4.96

    ἐσσὶ δ P. 4.269

    φαντὶ δ P. 4.287

    λῦσε δὲ P. 4.291

    εἰμὶ δ P. 8.29

    ἔλπομαι δ P. 11.55

    πειρῶντι δὲ P. 10.67

    ἐλᾷ δὲ N. 3.74

    ἔστι δ N. 3.80

    διείργει δὲ N. 6.2

    εἴργει δὲ *N. 7.6

    τυχεῖν δ N. 7.55

    χρὴ δ' Pae. 2.56

    θνᾴσκει δὲ fr. 121. 4. πέφνε δὲ fr. 135.

    Χάρις δ O. 1.30

    ἁμέραι δ O. 1.33

    αἰὼν δ (v. l. τ) O. 2.10

    λάθα δὲ O. 2.18

    πένθος δὲ O. 2.23

    ῥοαὶ δ *O. 2.33 πολλοὶ δὲ *O. 6.11

    τεθμὸς δὲ O. 8.25

    Ἑρμᾶ δὲ O. 8.91

    νεῖκος δὲ O. 10.39

    ἀστῶν δ P. 1.84

    ἀμφοτέροισι δ P. 1.99

    ἑτέροισι δὲ P. 2.52

    στάθμας δὲ *P. 2.90

    αἰὼν δ P. 3.86

    παυροῖς δὲ P. 3.115

    Μοῖραι δ P. 4.145

    πόνων δ *P. 5.54 φάει δὲ *P. 6.14

    βία δὲ P. 8.15

    δαίμων δὲ P. 8.76

    βαιὰ δ P. 9.77

    πατὴρ δὲ P. 9.11

    ναυσὶ δ P. 10.29

    φθονεροὶ δ P. 11.54

    φθονερὰ δ N. 4.39

    ἄλλοισι δ N. 4.91

    τιμὰ δὲ N. 7.31

    ἐλπίδες δ N. 11.22

    κερδέων δὲ N. 11.47

    πάντα δ I. 1.60

    αἰὼν δὲ I. 3.17

    δαίμων δ I. 7.43

    ματρὸς δὲ Pae. 2.29

    κέντρον δὲ fr. 180. 3.

    ἴσαις δὲ O. 2.61

    ὑγίεντα δεἴ τις O. 5.23

    ἀκίνδυνοι δ O. 6.9

    ἄλλα δ O. 8.12

    τερπνὸν δ O. 8.53

    ἄγνωμον δὲ O. 8.60

    κεῖνα δὲ O. 8.62

    εὐανθέα δ P. 2.62

    ἀδύνατα δ P. 2.81

    σὸν δἄνθοςP. 4.158

    πότνια δ P. 4.213

    εὐδαίμων δὲ P. 10.22

    μυριᾶν δ *N. 3.42

    ἑκόντι δ N. 6.57

    πὰν δὲ N. 10.29

    ἀρχαῖαι δ N. 11.37

    Πανελλάνεσσι δ *I. 4.29

    ἰατὰ δ I. 8.15

    ματαίων δὲ Pae. 4.34

    ἐμπείρων δὲ fr. 110. σφετέραν δαἰνεῖ fr. 215. 3.

    ὡς δ O. 1.46

    εἰ δὲ O. 1.64

    , O. 1.108

    ὅσοι δ O. 2.68

    εἰ δ O. 3.42

    ὅσσα δὲ P. 1.13

    εἰ δὲ P. 3.63

    , P. 3.80, P. 3.103, P. 9.50 ὅσαις δὲ *P. 10.28

    τῶν δ P. 10.61

    εἰ δὲ P. 12.28

    , N. 3.19

    ὃς δὲ N. 3.41

    εἰ δ N. 5.19

    , N. 5.50

    ὃς δ I. 1.50

    εἰ δέ τις I. 1.67

    ἐμοὶ δ O. 1.52

    τὶν δ O. 10.93

    ἐγὼ δὲ O. 10.97

    , O. 13.49

    ἐμὲ δ O. 13.93

    , P. 2.52

    τὶν δὲ P. 3.84

    τὺ δ P. 8.61

    ἐμοὶ δὲ P. 10.48

    ἐγὼ δ N. 1.33

    ἐμοὶ δ N. 4.41

    ἐγὼ δὲ N. 7.20

    ἐγὼ δ N. 8.38

    σεῦ δ *N. 8.46

    ἐγὼ δὲ I. 1.32

    ἄμμι δ I. 1.52

    τὶν δ I. 5.17

    ἐμοὶ δὲ I. 6.56

    ἄμμι δ I. 7.49

    ἐμοὶ δὲ Πα. 7B. 21.

    τοὶ δ O. 6.52

    τὸν δ O. 13.92

    τῶν δP. 4.41

    τὸν δ P. 4.101

    τὸ δ P. 7.18

    ὁ δὲ P. 8.48

    τὸ δὲP. 8.51

    τά δ P. 8.76

    P. 10.63 τὰν δ fr. 107a. 6 ὁ δ fr. 169. 26.

    τὸ δ O. 1.99

    τῶν δ O. 2.15

    τῶν δὲ *O. 12.9

    τὸν δὲ P. 1.95

    ὁ δὲ P. 2.73

    τὰν δ *P. 3.62

    τὸ δ P. 5.72

    , P. 8.32

    ὁ δὲ P. 8.88

    τὸ δὲ N. 6.55

    N. 7.102

    ὁ δ N. 9.24

    τὸ δ N. 11.43

    , I. 5.19

    ὁ δ I. 7.39

    ἐς δ O. 2.85

    σὺν δὲ. O. 6.98

    ἀμφὶ δὲ O. 7.24

    ἐν δὲ O. 7.94

    ποτὶ δ P. 2.84

    ἐν δαὖτε χρόνῳ P. 3.96

    ἐν δ P. 8.92

    σὺν δὲ N. 7.6

    ἐν δ I. 5.53

    ἐς δὲ fr. 133. 5. ἀνὰ δ' ἔλυσεν *N. 10.90

    αἰεὶ δ O. 5.15

    ὅμως δὲ O. 10.9

    νῦν δὲ O. 12.17

    ἄλλοτε δ P. 3.103

    εὐθὺς δ N. 1.54

    νῦν δ I. 1.39

    , I. 4.18 κρυφᾷ δὲ fr. 203. 2.
    b opposing one part of a sentence to the preceding negative part.

    μήτὦν τινι πῆμα πορών, ἀπαθὴς δαὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297

    ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων, σοφίαν δ P. 6.49

    καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν N. 10.74

    2 progressive, connective.
    a connecting sentences.

    λάμπει δὲ O. 1.23

    ἔστι δ O. 1.35

    ἔχει δ O. 1.59

    ἕλεν δ O. 1.88

    πέποιθα δὲ O. 1.103

    ἕπεται δὲ O. 2.22

    φιλεῖ δὲ O. 2.26

    φύονται δὲ O. 4.25

    ἵκων δὲ O. 5.9

    ἀρχομένου δ O. 6.3

    ἀντεφθέγξατο δ O. 6.61

    ἵκοντο δ O. 6.64

    τιμῶντες δ O. 6.72

    εἶπον δὲ O. 6.93

    τεῦξαν δ O. 7.48

    μνασθέντι δ O. 7.61

    ἐκέλευσεν δ O. 7.64

    τελεύταθεν δὲ O. 7.68

    κέκληνται δὲ O. 7.76

    ἄνεται δὲ O. 8.8

    ἦν δὲ O. 8.19

    κατακρύπτει δὲ O. 8.79

    θάλλει δ O. 9.16

    ἀείδετο δὲ O. 10.76

    χλιδῶσα δὲ O. 10.84

    τρέφοντι δ O. 10.95

    ἔστι δ O. 11.2

    ἐθέλοντι δ O. 13.9

    δέξαι δὲ (v. l. τε) O. 13.29

    νοῆσαι δὲ O. 13.48

    φώνασε δ O. 13.67

    εὕδει δ P. 1.6

    φαντὶ δὲ P. 1.52

    θέλοντι δὲ P. 1.62

    ἔσχον δ P. 1.65

    ἔμαθε δὲ P. 2.25

    καιομένα δ P. 3.44

    εἶπε δ P. 4.11

    ἔπταξαν δ P. 4.57

    ἧλθε δέ οἱ P. 4.73

    τάφε δ P. 4.95

    δύνασαι δP. 4.158 μεμάντευμαι δP. 4.163

    πέμψε δ P. 4.178

    ἔειπεν δ P. 4.229

    κτίσεν δ P. 5.89

    ἄγοντι δὲ P. 7.13

    αὔξων δὲ *P. 8.38

    ῥαίνων δὲ P. 8.57

    ὑπέδεκτο δ P. 9.9

    γεύεται δ P. 9.35

    ἔστι δ N. 2.10

    ἄρχε δ N. 3.10

    δάμασε δὲ N. 3.23

    ἕπεται δὲ N. 3.29

    λεγόμενον δὲ N. 3.52

    νύμφευσε δ N. 3.56

    φρονεῖν δ N. 3.75

    δέξαιτο δ N. 4.11

    χαίρω δ N. 5.46

    χρὴ δ N. 5.49

    πέταται δ N. 6.48

    ἀναπνέομεν δ N. 7.5

    πέσε δ N. 7.31

    ἐὼν δ N. 7.64

    μαθὼν δὲ N. 7.68

    δύνασαι δὲ N. 7.96

    ἔβλαστεν δ N. 8.7

    αὔξεται δ N. 8.40

    χαίρω δὲ N. 8.48

    ἔστι δ N. 9.6

    ἔστι δὲ N. 10.20

    ἐκράτησε δὲ N. 10.25

    ἕπεται δὲ N. 10.37

    μεταμειβόμενοι δ N. 10.55

    λάμπει δὲ I. 1.22

    ἔστιν δ I. 4.31

    κρίνεται δ I. 5.11

    κλέονται δ I. 5.27

    τετείχισται δὲ I. 5.44

    φέρε δεὔμαλλον μίτραν I. 5.62

    φλέγεται δὲ I. 7.23

    ἔτλαν δὲ I. 7.37

    παυσάμενοι δ *I. 8.7

    χρὴ δὲ I. 8.15

    εἶπε δ I. 8.31

    ἰόντων δ I. 8.41

    ἔραται δέ Pae. 6.58

    ἐπεύχομαι δ' Πα. 7B. 15. πεφόρητο δ' Πα. 7B. 49.

    ἐνέθηκε δὲ Pae. 8.82

    ἔειπε δὲ[ Πα. 8A. 23.

    κατακρίθης δὲ Pae. 16.5

    λέγοντι δὲ Δ. 1. 1. τρέχετο δὲ fr. 74. εὕδει δὲ fr. 131b. 3. μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δἐγώ fr. 150. λαβὼν δ fr. 169. 20. λάμπει δὲ fr. 227. 2. κόρῳ δ *O. 1.56

    ἄνθεμα δὲ O. 2.72

    Μοῖσα δ O. 3.4

    ξείνων δ O. 4.4

    χεῖρες δὲ O. 4.25

    βασιλεὺς δ O. 6.47

    Οὐρανὸς δ O. 7.38

    Ὀρσοτρίαινα δ O. 8.48

    πατρὶ δὲ O. 8.70

    λαοὶ δ O. 9.46

    κείνων δ (δ del. Schr.) O. 9.53

    τόλμα δὲ O. 9.82

    φῶτας δ O. 9.91

    μία δ O. 9.106

    ἀρχαῖς δὲ O. 10.78

    πολλὰ δ O. 12.10

    πατρὸς δὲ O. 13.35

    κῆλα δὲ P. 1.12

    κίων δ P. 1.19

    στρωμνὰ δὲ P. 1.28

    ἄνδρα δ P. 1.42

    χάρμα δ P. 1.59

    ἄλλοις δέ P. 2.13

    θεῶν δ P. 2.21

    εὐναὶ δὲ P. 2.35

    βουλαὶ δὲ P. 2.65

    ψευδέων δ P. 3.29

    δαίμων δ P. 3.34

    βάματι δ P. 3.43

    Διὸς δ P. 3.95

    ἐσθὰς δ P. 4.79

    φὴρ δέ P. 4.119

    δράκοντος δὲ P. 4.244

    πολλοῖσι δ P. 4.248

    θεράπων δέ οἱ P. 4.287

    σοφοὶ δέ τοι P. 5.12

    νόῳ δὲ P. 6.47

    Μεγάροις δ P. 8.78

    φόβῳ δP. 9.32

    θαλάμῳ δὲ P. 9.68

    ἀρεταὶ δ P. 9.76

    πατρὸς δ P. 10.2

    ἅρμα δ N. 1.7

    ἀρχαὶ δὲ N. 1.8

    Ἀχάρναι δὲ N. 2.16

    διψῇ δὲ N. 3.6

    Λαομέδοντα δ N. 3.36

    σώματα δ N. 3.47

    βοὰ δὲ N. 3.67

    ῥῆμα δ N. 4.6

    ἴυγγι δ N. 4.35

    Θεανδρίδαισι δ N. 4.73

    ὕμνος δὲ N. 4.83

    πότμος δὲ N. 5.40

    ἔργοις δὲ N. 7.14

    σοφοὶ δὲ N. 7.20

    σοφία δὲ N. 7.23

    φυᾷ δ N. 7.54

    Διὸς δὲ N. 7.80

    βασιλῆα δὲ N. 7.82

    παίδων δὲ παῖδες N. 7.100

    χρεῖαι δ N. 8.42

    ἀρχοὶ δὲ N. 9.14

    Ἰσμηνοῦ δ N. 9.22

    παῦροι δὲ N. 9.37

    ἡσυχία δὲ N. 9.48

    Σικυωνόθε δ N. 10.43

    Κάστορος δ N. 10.49

    παῦροι δN. 10.78

    Ζεὺς δ N. 10.79

    λύρα δὲ N. 11.7

    ἄνδρα δ N. 11.11

    προμαθείας δ N. 11.46

    μελέταν δ I. 5.28

    Λάμπων δὲ I. 6.66

    γλῶσσα δ I. 6.72

    ἐπέων δὲ I. 8.46

    Αἰολίδαν δὲ fr. 5.

    Παιὰν δὲ Πα. 2. 3,, 1. κείνοις δ' Pae. 2.68

    τέρας δ Pae. 4.39

    ἤτορι δὲ Pae. 6.12

    Ἰλίου δὲ Pae. 6.81

    ἀμφιπόλοις δὲ Pae. 6.117

    ὑδάτεσσι δ Pae. 6.134

    γνώμας δ Pae. 14.39

    Ὀλυμ]πόθεν δέ Δ.. 3. πέτραι δ Δ... ἁνδρὸς δ Παρθ. 2. 3. ἀσκὸς δ fr. 104b. 4. πολλὰ δ fr. 111. 2. ὀδμὰ δ' Θρ... πυρὶ δ fr. 168. 3.

    ἑπτὰ δ O. 6.15

    μελίφθογγοι δ O. 6.21

    κυρίῳ δ O. 6.32

    τερπνᾶς δέπεὶ O. 6.57

    ἁδύλογοι δὲ O. 6.96

    ἀγαθαὶ δὲ O. 6.100

    ἐμῶν δ O. 6.105

    τοῦτο δ O. 7.25

    πολλαὶ δ O. 8.13

    ἐσλὰ δ O. 8.84

    ὀξείας δὲ O. 8.85

    πτερόεντα δ O. 9.11

    ἀγαθοὶ δὲ O. 9.28

    ἄλλαι δὲ O. 9.86

    ταύτᾳ δὲ O. 10.51

    ἀφθόνητος δ O. 11.7

    ἄμαχον δὲ O. 13.13

    δύο δ O. 13.32

    κελαινῶπιν δ P. 1.7

    ναυσιφορήτοις δ P. 1.33

    ἀψευδεῖ δὲ P. 1.86

    εὐανθεῖ δ P. 1.89

    πολλὰν δ P. 3.36

    αἴθων δὲ P. 3.58

    εἴκοσι δ P. 4.104

    Κρονίδᾳ δὲP. 4.115 τρίταισιν δP. 4.143 ταχέες δ (δ del. Boeckh) P. 4.179

    χαλκέαις δ P. 4.226

    ὀρθὰς δ P. 4.227

    μεγάλαν δ P. 5.98

    γλυκεῖα δὲ P. 6.82

    νέᾳ δ P. 7.18

    τέτρασι δ P. 8.81

    ὠκεῖα δ P. 9.67

    χρυσοστεφάνου δὲ P. 9.109

    Ἰσμήνιον δ P. 11.6

    κακολόγοι δὲ P. 11.28

    ξυναῖσι δ (om. Tricl.) P. 11.54

    μεγάλων δ N. 1.11

    ἁδυμελεῖ δ N. 2.25

    χαρίεντα δ N. 3.12

    καματωδέων δὲ *N. 3.17

    ποτίφορον δὲ N. 3.31

    συγγενεῖ δέ N. 3.40

    ξανθὸς δ N. 3.43

    κραγέται δὲ N. 3.82

    τυφλὸν δ N. 7.23

    ποτίφορος δ N. 7.63

    ἀγαπατὰ δὲ N. 8.4

    μέγιστον δ N. 8.25

    χρυσέων δ N. 8.27

    κενεᾶν δ N. 8.45

    θεσπεσία δ *N. 9.7

    κρέσσων δὲ N. 9.15

    ἀργυρέαισι δὲ N. 9.51

    ὕπατον δ N. 10.32

    λαιψηροῖς δὲ N. 10.63

    τόνδε δN. 10.80

    ἀπροσίκτων δ N. 11.48

    μυρίαι δ I. 6.22

    ἁδεῖα δ I. 6.50

    ἀμνάμονες δὲ I. 7.17

    θνατᾶς δ fr. 61. 5. σειρῆνα δὲ Παρθ. 2. 13. πιοστὰ δ' Παρθ. 2. 3. ἀκλεὴς δ (om. codd.: supp. Boeckh) fr. 105b. 3.

    εἰ δὲ O. 2.56

    , O. 6.77, O. 8.54

    οἷον δ O. 9.89

    εἰ δὲ O. 11.2

    , O. 13.105, P. 3.110

    ὅσσα δὲ N. 2.17

    εἰ δ N. 4.13

    , N. 7.11, N. 7.86, N. 7.89, I. 1.41, I. 5.22

    τὰ δ N. 4.91

    οἷοι δ I. 9.6

    εἰ δέ τις Pae. 2.31

    οἷσι δὲ (Boeckh: γὰρ ἂν codd.) fr. 133. 1.

    ἐμὲ δὲ O. 1.100

    τὶν δὲ O. 5.7

    ὔμμιν δὲ O. 13.14

    τὺ δὲ P. 2.57

    τὶν δὲ P. 4.275

    σὲ δ P. 5.14

    σεῦ δ N. 1.26

    ἐγὼ δὲ N. 3.11

    τὺ δ N. 5.41

    ἐγὼ δ I. 6.16

    τὺ δέ I. 7.31

    τὶν δὲ Pae. 3.13

    ἐμοὶ δ' Pae. 4.52

    ὁ δ O. 7.10

    τὰ δ O. 13.101

    O. 13.106

    δὲ P. 1.8

    οἱ δ P. 4.133

    τῶν δ P. 4.277

    τὸν δὲ P. 9.38

    ὁ δὲ P.9.107. “ ταὶδP. 9.62

    τὰ δ N. 9.42

    τοὶ δ N. 10.66

    , I. 8.45 ἁ δὲ fr. 130. 6.

    τὸ δὲ O. 1.93

    , O. 2.51

    αἱ δὲ O. 7.30

    τὸ δὲ O. 10.55

    ὁ δὲ P. 1.35

    τὸ δὲ P. 1.99

    τὸν δὲ P. 2.40

    P. 3.108

    ἁ δὲ P. 3.114

    τὸν δὲ P. 4.184

    ὁ δ P. 5.60

    τὸ δ P. 5.85

    ὁ δὲ P. 9.78

    τῶν δ P. 10.19

    αἱ δὲ N. 4.2

    ὁ δὲ N. 7.67

    τὸ δὲ I. 7.47

    τὰ]ν δὲ Pae. 1.9

    ὁ δὲ Pae. 2.66

    τὸ δὲ Pae. 4.32

    ἐν δὲ O. 7.5

    , O. 7.43

    ἄτερ δ O. 9.44

    ἐν δὲ O. 13.22

    , O. 13.40

    σὺν δ P. 1.51

    ἐν δ P. 2.41

    ἐκ δ P. 2.46

    ἐν δὲP. 4.88

    ἐς δ P. 4.188

    σὺν δ P. 4.221

    ἐν δὲ P. 4.291

    σὺν δ P. 9.115

    ἐν δ P. 10.71

    ἐκ δὲ N. 10.44

    ἂν δ fr. 33d. 7, fr. 119. 1. σὺν δ fr. 122. 9. πρὸς δ fr. 123. 6.

    οὕτω δὲ O. 2.35

    ἠυ δὲ O. 5.16

    ἄλλοτε δ O. 7.11

    ἀπάτερθε δ O. 7.74

    μάλα δὲ O. 10.87

    νῦν δ O. 13.104

    οὕτω δ P. 1.56

    εὖ δ P. 1.99

    ἁμᾶ δ P. 3.36

    τάχα δ P. 4.83

    αἶψα δ P. 4.133

    ἀκᾷ δ P. 4.156

    τάχα δὲ P. 4.171

    ἄτερθε δὲ P. 5.96

    οὕτω δὲ P. 8.93

    νῦν δP. 9.55

    οὕτω δ P. 9.117

    ταχὺ δ P. 10.51

    θαμὰ δ N. 1.22

    μάλα δ N. 7.10

    ἅμα δ fr. 74. ἔνθεν δὲ fr. 119. 2. ταχέως δ fr. 169. 24.
    b in enumeration, narration, simm. ὁ δ' ἐμὲ δ κράτει δὲO. 1.73—8. ἔργα δὲ ἦν δὲ δαέντι δὲ καὶ φαντὶ δ', ἁλμυροῖς δ, ἀπεόντος δ —. O. 7.52—8. γλαυκοὶ δὲ, οἱ δύο μὲν, αὖθι δ'. εἷς δ ἔννεπε δO. 8.37—41. ἔχεν δὲ, μάτρωος δὲ. πόλιν δ'. ἀφίκοντο δὲ. υἱὸν δὲO. 9.61—9. τὰ δὲ. σύνδικος δ'. τὸ δὲ. πολλοὶ δὲ. ἄνευ δὲO. 9.94—103. τράπε δὲ. πύκτας δ'. θάξαις δὲ. ἄπονον δ. ἀγῶνα δ, πέφνε δ. λόχμαισι δὲO. 10.15—30. ἀνὰ δ'. παρκείμενον δὲ. ἐνυπνίῳ δ. τελεῖ δὲ. ἀναβαὶς δ. σὺν δὲO. 13.72—87. “δώδεκα δὲ. τουτάκι δ'. φιλίων δ. φάτο δ. γίνωσκε δ. ἂν δ —” P. 4.25—34. ἐσσύμενοι δ'. τῶν δ. πραὺν δP. 4.135—6. ἐπεὶ δ'. ἐκ νεφέων δὲ. λαμπραὶ δ. ἀμπνοὰν δ. κάρυξε δ. εἰρεσία δ. σὺν Νότου δ. φοίνισσα δὲ. ἐς δὲ κίνδυνονP. 4.191—207. πῦρ δὲ. σπασσάμενος δ'. ἴυξεν δ. πρὸς δ. αὐτίκα δ. ἔλπετο δP. 4.233—43. ὁ δ'. Μεσσανίου δὲ. χαμαιπετὲς δ. αὐτοῦ μένων δP. 6.33—8. κέρδος δὲ. βία δὲ. δμᾶθεν δὲ. ἔπεσε. τελέαν δP. 8.13—24. Μοῖσα δ'. παντᾷ δὲ. νόσοι δ. πόνων δὲ. θρασείᾳ δὲ. ἁγεῖτο δP. 10.37—45. ἔσταν δ'. λέλογχε δὲ. τέχναι δ. χρὴ δN. 1.19—25. ταχὺ δὲ. ἐν χερὶ δ'. ἔστα δὲ. παλίγγλωσσον δέ. γείτονα δ. ὁ δέN. 1.51—61. ἐν δ'. Θέτις δὲ. Νεοπτόλεμος δ. Παλίου δὲ. τὰ Δαιδάλου δὲ. ἄλαλκε δὲ. πῦρ δὲ. εἶδεν δN. 4.49—66. πρόφρων δὲ. ἐν δὲ. αἱ δὲ. ψεύσταν δὲ. τὸ δ'. τοῖο δ. εὐθὺς δ. ὁ δN. 5.22—34. ὁ δ' Μολοσσίᾳ δ. ᾤχετο δὲ. βάρυνθεν δὲ. ἐχρῆν δέN. 7.36—44. νεαρὰ δ'. ὄψον δὲ. ἅπτεται δ. χειρόνεσσι δ —. N. 8.20—2. πατρὶ δ — (Heyne: τ codd.) θρέψε δ'. ὁ δN. 10.12—3. Ζεὺς δ'. ἅμα δ. χαλεπὰ δ. ταχέως δN. 10.71—3. Ζεῦ, μεγάλαι δ'. ζώει δὲ. πλαγίαις δὲ. εὐκλέων δ. ἔστι δὲ. τὰ δὲ. ἀνδρῶν δI. 3.4—13. εἷλε δὲ. πέφνεν δὲ, σφετέρας δI. 6.31—3. ἐν δὲ, ἄγγελλε δὲ. νῦν δαὖ Πα. 2.. νέφεσσι δ'. περὶ δ. ἐπεὶ δ Πα... ἔλαμψαν δ. τελέσαι δ. ἐφθέγξαντο δ Πα. 12. 1. ῥίμφα δ. ὁ δὲ. ἐμὲ δN. 2.19—23. τιμαὶ δὲ. παντὶ δ'. ὁ δὲ. φιλέων δ Παρθ. 1.. πολλὰ δ. τέλος δ. αἰὼν δὲ — fr. 111. 2—5. ἐν δ', παρὰ ναῦν δὲ. κάπρῳ δὲ — fr. 234. 2. connecting imperatives. δίδοι φωνάν, ἀνὰ δἱστία τεῖνον, πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίου φθέγξαι ἑλεῖνἀρετάν, προθύροισιν δΑἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα (Wil.: φέρειν codd.) N. 5.51—4.
    c connecting subordinate clauses.

    ὅτε σύτο, κράτει δὲ προσέμειξε O. 1.22

    φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται, ἐν δὲ θῆκε O. 7.5

    ἁνίκ' ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδε δέ μιν (Hermann: τε codd.) O. 9.31 ἔλπομαι μὴ βαλεῖν ἔξω, μακρὰ δὲ ῥίψαις ἀμεύσασθ' ἀντίους *P. 1.45

    ἀλλ' ἐπεὶ τείχει θέσαν, σέλας δ ἀμφέδραμεν P. 3.39

    ὁπόθ' Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν, ὁ δὲ Νηρέος εὐβούλου Θέτιν παῖδα P. 3.92

    ὄφρα ἀφέλοιτ' αἰδῶ, ποθεινὰ δ Ἑλλὰς δονέοι P. 4.218

    εἰ γάρ τις ἐξερείψειεν αἰσχύνοι δὲ P. 4.264

    διαγγέλοισ, ὅτι νίκη ἐκ δὲ Κρόνου Αἰακίδας ἐγέραιρεν N. 5.7

    εἰ δὲ μάρνασαι, πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον N. 10.86

    εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον ἄλλοισι δἐμπίπτων γελᾷ I. 1.68

    ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων, ἕλον δ Ἀμύκλας I. 7.14

    τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν, μάκαρες δἐν Ὀλύμπῳ χθονὸς ἄστρον fr. 33c. 5. ἁνίκ' οἴχονται μέριμναι πελάγει δ ἐν πολυχρύσοιο πλούτου πάντες ἴσᾳ νέομεν fr. 124. 6.
    d connecting parts of sentences.

    ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις O. 2.62

    μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν, τῶν δὲ μόχθων ἀμπνοὰν O. 8.7

    ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ O. 8.58

    Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν παῖς δ ἐν Ἀθάναις O. 9.88

    πόλλἄνω, τὰ δαὖ κάτω O. 12.6

    οἶκον ἥμερον ἀστοῖς ξένοισι δὲ θεράποντα (v. 1. τε) O. 13.3

    ἐν Ἀθάναισι τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις, Ἑλλώτια δ ἑπτάκις O. 13.40

    Ζηνὸς υἱοὶ τρεῖς δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες P. 4.172

    κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος, ἐν δὲ βουλαῖς πρέσβυς P. 4.282

    βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις, τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23

    θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον, Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων' Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ Ἀρισταῖον καλεῖνP. 9.65

    ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον N. 3.49

    πεντάκις Ἰσθμοῖ στεφανωσάμενος Νεμέᾳ δὲ τρεῖς N. 6.20

    χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον N. 8.37

    αἰνέων αἰνητά, μομφὰν δ' ἐπισπείρων ἀλιτροῖς N. 8.39

    μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος, προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ I. 4.53

    τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου I. 5.18

    ἄραντο γὰρ νίκας τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας I. 6.61

    εἴπερ τριῶν Ἰσθμοῖ), Νεμλτ;έγτ;αλτ;ι δγτ;ὲ δυ[οῖν (supp. Lobel e Σ.) fr. 6a. h. ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν, πολίων δ' ἑκατὸν πεδεχεῖν Πα. 4. 37, similarly, connecting subordinate infinitives, O. 13.80, N. 7.46, N. 9.31 νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς, ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας [] ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. θεῷ δὲ δύνατον ὄρσαι φάος, κελαινεφέι δὲ σκότει καλύψαι fr. 108b. 3. irregularly coordinating:

    τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ, μῆτιν δ' ἀλώπηξ I. 4.65

    e in anaphora.

    ἴσαις δὲ, ἴσαις δ O. 2.62

    ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδεν δὲ (Hermann: τε codd.) O. 9.32

    πέφνε Κτέατον ἀμύμονα, πέφνε δ' Εὔρυτον O. 10.28

    ἔστιν. ἔστιν δ O. 11.2

    ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος, ἐν δ Ἄρης ἀνθεῖ O. 13.22

    τίς γὰρ ἀρχὰ, τίς δὲ κίνδυνος P. 4.71

    τὺ γὰρ. τὺ δ P. 8.8

    τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξένων P. 9.108

    cf.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ P. 9.123

    —5.

    Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἶμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65

    μαχατὰν αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα I. 7.32

    χρὴ δ'. χρὴ δ I. 8.15

    κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1

    ἔα, φρήν, κυπάρισσον, ἔα δὲ νομὸν Περιδάιον Pae. 4.51

    cf. Πα.. 23. ἐν δὲ. ἐν δὲ. ἐν δ' Δ. 2. 10—15.
    f introducing parenthesis.

    ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι O. 8.28

    ἷκεν δὲ Μιδέαθεν

    στρατὸν ἐλαύνων O. 10.66

    ἄγει δὲ χάρις P. 2.17

    χόλος δ' οὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός P. 3.11

    αἰσίαν δP. 4.23

    μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς, ἁγεῖτο δ' Ἀθάνα, ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον P. 10.45

    ἐκ δὲ τελευτάσει νιν ἤτοι σάμερον δαίμων, τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν, ἀλλ' ἔσται (Tricl.: γε codd.) P. 12.30

    ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.23

    κιρναμένα δ' ἔερσ ἀμφέπει N. 3.78

    ἐν Πυθίοισι δὲ δαπέδοις κεῖται N. 7.34

    γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ τέταται I. 1.49

    χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν I. 4.48

    g
    a introducing question. θανεῖν δ' οἶσιν ἀνάγκα, τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; O. 1.82 εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον; O. 6.4 κέρδει δὲ τί μάλα τοῦτο κερδάλεον τελέθει; P. 2.78 τίς δὲ κίνδυνος; P. 4.71 τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν; ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλαςP. 9.33 κούρας δ' ὁπόθεν γενεὰν ἐξερωτᾷς;” P. 9.43

    πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός; Pae. 9.13

    II following questions.

    τίς βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος O. 13.22

    ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας ; γεύεται δ ἀλκᾶςP. 9.35

    ἔννυχοι πάραγον κοῖται; τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον P. 11.25

    III in questions, varied with asyndeton. τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2 cf.

    βασιλεύς, πραὺς ἀστοῖς, οὐ φθονέων ἀγαθοῖς, ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ P. 3.71

    h where δέ replaces an expected γάρ. χαλκέοισι δἐν ἔντεσι (ἀντὶ τοῦ γάρ. Σ.) O. 4.22 ἐκ Λυκίας δὲ (ἀντὶ τοῦ γάρ. Σ.) O. 13.60

    Πυθιάδος δ P. 1.32

    ἔστι δὲ P. 3.21

    βαρὺ δέ σφιν νεῖκος N. 6.50

    φλέγεται δ N. 10.2

    ἐκ δὲ N. 11.19

    The Σ also comment ἀντὶτοῦ γάρ: O. 2.58, O. 6.3, P. 3.12, but δέ often contains a notion of explanation.
    i introducing an appositive phrase. ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι

    ἕκ τ' Ἄργεος, ἔκ τε Θηβᾶν, οἱ δ Ἀρκάδες οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.68

    3 apodotic. εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν δὲ Θήρων ἅπτεται Ἡρακλέος σταλᾶν (v. 1. γε) O. 3.43 [δ codd.: del. Er. Schmid sec.

    Σ. P. 11.56

    ]
    4 where δέ does not occupy second position in the sentence.
    I following a vocative.

    υἱὲ Ταντάλου, σὲ δ O. 1.36

    Ἁγησία, τὶν δ O. 6.12

    δέσποτα ποντόμεδον, εὐθὺν δὲ πλόον O. 6.103

    Τιμόσθενες, ὔμμε δὲ O. 8.15

    Ζεῦ τέλεἰ, αἰεὶ δὲ P. 1.67

    ὦ μάκαρ υἱὲ Πολυμνάστου, σὲ δ P. 4.59

    Ἀλεξιβιάδα, σὲ δ P. 5.45

    ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ P. 8.67

    Ἄπολλον, γλυκὺ δ P. 10.10

    Μοῖσα, τὸ δὲ τεὸν P. 11.41

    Ἁγησιδάμου παῖ, σέο δ N. 1.29

    ὦ Τιμόδημε, σὲ δ N. 2.14

    Θεαρίων, τὶν δ N. 7.58

    ὦ μάκαρ, τὶν δ N. 7.95

    ὦ Μέγα, τὸ δ N. 8.44

    Ζεῦ, μεγάλαι δ I. 3.4

    II following a prep.

    πρὸς εὐάνθεμον δ' ὅτε φυὰν O. 1.67

    ἐπ' ἄλλοισι δ ἄλλοι (ἐπ om. codd.: supp. byz.: alia alii) O. 1.113

    πρὸς Πιτάναν δὲ O. 6.28

    περὶ θνατῶν δ O. 6.50

    ἀν' ἵπποισι δὲ O. 10.69

    ἐκ θεοῦ δ O. 11.10

    ἐξ ὀνείρου δ O. 13.66

    ἀντὶ δελφίνων δ P. 4.17

    ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ P. 4.127

    ἐξ Ἀπόλλωνος δὲ P. 4.17

    b.

    ἐκ νεφέων δὲ P. 4.197

    σὺν Νότου δ' αὔραις P. 4.303

    ἐς φᾶσιν δ P. 4.211

    ἀνὰ βωλακίας δ P. 4.228

    κατὰ λαύρας δ P. 8.86

    ἐν χερὶ δ N. 1.52

    ἐκ μιᾶς δὲ N. 6.1

    σὺν θεοῦ δὲ τύχᾳ N. 6.24

    ἐκ πόνων δ N. 9.44

    ἐν λόγοις δ N. 11.17

    ἐν σχερῷ δ N. 11.39

    ἐν Κρίσᾳ δ I. 2.18

    σὺν Ὀρσέᾳ δέ I. 4.72

    σὺν Χάρισιν δ I. 5.21

    ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων I. 8.6

    ἐν διχομηνίδεσσιν δὲ ἑσπέραις” *I. 8.44

    σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ I. 9.1

    ἐν χρόνῳ δ fr. 33b. ἐν ἔργμασιν δὲ fr. 38.

    πρὸ πόνων δὲ Pae. 6.90

    III following article with adj., part., prep., simm.

    ὁ μέγας δὲ κίνδυνος O. 1.81

    ὁ νικῶν δ O. 1.97

    τὸ πόρσω δ O. 3.44

    τὸ διδάξασθαι δέ τοι O. 8.59

    αἱ δύο δ

    ἀμπλακίαι P. 2.30

    τὸ πλουτεῖν δὲ P. 2.56

    ἐν πάντα δὲ νόμον P. 2.86

    ὁ Βάττου δ P. 5.55

    τὰ μακρὰ δ N. 4.33

    τᾷ Δαιδάλου δὲ (τε coni. Schr.) N. 4.59 ταὐτὰ δὲ *N. 7.104

    ὁ πονήσαις δὲ I. 1.40

    Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δὲ I. 1.58

    ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς I. 4.19

    τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν I. 6.63

    τὰ μακρὰ δ' εἴ τις I. 7.43

    τῷ παρέοντι δ fr. 43. 4. ὁ ζαμενὴς δ' ὁ χοροιτύπος fr. 156. ἁ Μειδύλου δ fr. 190.
    IV following two emphatically connected words. φιλεῖ δὲ, μάλα φιλεῖ δὲ (post μάλα distinxerunt codd.: corr. Bergk) O. 2.27 αὐτοῦ μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ (post αὐτοῦ distinxerunt codd.: corr. Heyne: δ del. Bergk) P. 6.38 τῶν νῦν δὲ (byz.: τῶν δὲ νῦν codd.) P. 6.43 < οὐ πενθέων δ> (supp. Blass e Plutarcho) Πα... νηλεεῖ νοῷ δ fr. 177e.
    V for metrical convenience? παῖδ' ἐρατὸν δ Ἀρχεστράτου (δ supp. Mosch.: om. codd.) O. 10.99
    5 beginning fragments, where its value is obscure. fr. 2. 1, fr. 6. a. d, fr. 33a. 3, fr. 44, Πα. 2. 3,, Πα. 7B. 14, Πα. 12., Πα. 13a. 18, Πα. 13c. 5, Πα. 1. 31, 3, Πα. 1., Πα. 2. 1, Πα. 21. 1, Πα. 21. 21, fr. 60a. 3, fr. 81, Δ.. 1, Δ. 4. 46, fr. 74, fr. 108a. 1, b. 1, fr. 110, fr. 121, fr. 124c, fr. 177f, fr. 179, fr. 185, fr. 215. 2, fr. 215b. 4, fr. 219, 227, 233, 236, 237, 260. 2, 5, Θρ.. 2, Θρ. 6. 7, fr. 131a, fr. 135, fr. 153, fr. 166. 1, fr. 169. 49, fr. 177c.

    Lexicon to Pindar > δέ

См. также в других словарях:

  • τρεις — τρία / τρεῑς, τρία, ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: α) δωρ. ονομ. αρσ. και θηλ. τρέες και τρῆς και τρῑς β) γεν. αρσ., θηλ. και ουδ. τριών, τριῶν γ) δοτ. αρσ., θηλ. και ουδ. τρισί και τριοῑσι και τρίεσσι, αιολ. τ. τρίσσι δ) αιτ. αρσ. και θηλ. τρεις …   Dictionary of Greek

  • τρεῖς — τρέω flee from fear pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) τρέω flee from fear imperf ind act 2nd sg (attic epic) τρεῖς masc/fem nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τρεις Ιεράρχες — Οι τρεις μεγάλοι πατέρες και οικουμενικοί διδάσκαλοι της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας: Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Κατά τον 11o αι. παρουσιάστηκε μεταξύ των χριστιανών η εξής φιλονικία: ποιος από τους Τ.I.… …   Dictionary of Greek

  • Τρείς Μάγοι — Βιβλικά πρόσωπα, γνώστες της μαντικής και της αστρολογίας. Άλλοτε στην Περσία οι μάγοι αποτελούσαν χωριστή τάξη, την οποία τιμούσαν ιδιαίτερα. Οι βιβλικοί Τ.Μ. ήταν, κατά την παράδοση βασιλιάδες. Τα ονόματά τους ήταν Μελχιώρ, Γασπάρ και Μπαλτάσαρ …   Dictionary of Greek

  • τρεις — οι αρσ. και θηλ., τρία, τα ουδ., αριθμ. απόλ., ποσότητα από δύο και μία μονάδες, σύνολο πραγμάτων περισσότερων από 2 και λιγότερων από 4 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τρεις Εκκλησίες — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου, του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρανύμφων …   Dictionary of Greek

  • Βασιλείς, Τρεις — (Αστρον.). Έτσι είναι γνωστοί οι τρεις λαμπροί αστέρες που βρίσκονται στο τετράπλευρο του αστερισμού του Ωρίωνα, οι δ, ε, και ζ του αστερισμού. Το αστρικό τους μέγεθος είναι κατά σειρά 2,20, 1,70 και 1,79, το απόλυτο –6,1, –6,8 και 6,6 και… …   Dictionary of Greek

  • τρισχίλιοι, -ιες, -ια — τρεις φορές χίλιοι, τρεις χιλιάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Трикирий — (τρεϊς три и κέρας свеча) трисвещник. Дикирием (см.) и Т. архиерей и архимандрит, которому дано на то право, благословляют народ. В таинственном смысле Т. знаменует троичность лиц в Боге …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Διαδοχής, πόλεμοι — Τρεις ευρωπαϊκοί πόλεμοι του πρώτου μισού του 18ου αι., που διεξήχθησαν για τη διαδοχή των θρόνων της Ισπανίας, της Πολωνίας και της Αυστρίας. 1. Πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας (1701 13). Ο πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας ξέσπασε με… …   Dictionary of Greek

  • Μηνύτωρ Ελληνικός — Τρεις γαλλόφωνες ελληνικές εφημερίδες (Moniteur Grec) με έδρα την Αθήνα. Η πρώτη, εβδομαδιαία, κυκλοφόρησε από τον Ιούλιο του 1832 έως τον Ιανουάριο του 1833. Η δεύτερη, τρισεβδομαδιαία, κυκλοφόρησε από το 1844 έως το 1848. Η τρίτη, εβδομαδιαία,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»