-
1 τρεχεδειπνος
-
2 τρεχέδειπνος
τρεχέδειπνοςrunning to a banquet: masc /fem nom sg -
3 τρεχέδειπνος
τρεχέδειπνος, ον,A running to a banquet, of parasites, Plu.2.726a (who cites the explanation coming late), Ath.1.4a, 6.242c; τρεχέδειπνα, τά, light robe or shoes worn by parasites, Juv.3.67.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρεχέδειπνος
-
4 τρεχέδειπνος
τρεχέ-δειπνος, zu einem Gastmahle laufend, einem Schmause nachrennend; spät kommen -
5 τρεχεδειπνότερον
τρεχέδειπνοςrunning to a banquet: adverbial compτρεχέδειπνοςrunning to a banquet: masc acc comp sgτρεχέδειπνοςrunning to a banquet: neut nom /voc /acc comp sg -
6 τρεχέδειπνον
τρεχέδειπνοςrunning to a banquet: masc /fem acc sgτρεχέδειπνοςrunning to a banquet: neut nom /voc /acc sg -
7 τρεχεδείπνους
τρεχέδειπνοςrunning to a banquet: masc /fem acc pl -
8 τρεχέδειπνοι
τρεχέδειπνοςrunning to a banquet: masc /fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
τρεχέδειπνος — running to a banquet masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεχέδειπνος — ον, Α 1. (για άνθρωπο παράσιτο) αυτός που τρέχει για δείπνο ακόμη κι όταν έχει ασχολία 2. αυτός που τρέχει αργά για δείπνο και επείγεται να προφθάσει 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρεχέδειπνα ελαφρά εσθήτα ή πέδιλα που φορούσαν τα παράσιτα άτομα … Dictionary of Greek
τρεχεδειπνότερον — τρεχέδειπνος running to a banquet adverbial comp τρεχέδειπνος running to a banquet masc acc comp sg τρεχέδειπνος running to a banquet neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεχέδειπνον — τρεχέδειπνος running to a banquet masc/fem acc sg τρεχέδειπνος running to a banquet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεχεδείπνους — τρεχέδειπνος running to a banquet masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεχέδειπνοι — τρεχέδειπνος running to a banquet masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… … Dictionary of Greek
τρεχεδειπνώ — έω, Μ [τρεχέδειπνος] τρέχω για δείπνο … Dictionary of Greek