-
1 τρεισκαιδεκάκλινος
τρεισκαιδεκά-κλῑνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρεισκαιδεκάκλινος
См. также в других словарях:
τρεισκαιδεκάκλινος — και τρισκαιδεκάκλινος, ον, Α (για χώρο) αυτός στον οποίο μπορούν να τοποθετηθούν δεκατρείς κλίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + κλινος (<κλίνη), πρβλ. τετρά κλινος)] … Dictionary of Greek