Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τραχώδης

См. также в других словарях:

  • τραχώδης — of rough nature masc/fem acc pl (attic epic doric) τραχώδης of rough nature masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) τραχώδης of rough nature masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχώδης — και ιων. τ. τρηχώδης, ῶδες, Α [τραχύς] αυτός που είναι από τη φύση του τραχύς …   Dictionary of Greek

  • τραχώδει — τραχώδης of rough nature masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τραχώδης of rough nature masc/fem/neut dat sg τραχώδεϊ , τραχώδης of rough nature dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχῶδες — τραχώδης of rough nature masc/fem voc sg τραχώδης of rough nature neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχώδεις — τραχώδης of rough nature masc/fem acc pl τραχώδης of rough nature masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανώμαλος — η, ο (Α ἀνώμαλος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ομαλός, ο ακανόνιστος, ανομοιόμορφος 2. (για έδαφος) τραχύς, όχι επίπεδος 3. (για καταστάσεις) τραχώδης, έκρυθμος 4. (Γραμμ.) γραμματικός τύπος, όνομα ή ρήμα, που δεν σχηματίζεται κατά τους γενικούς… …   Dictionary of Greek

  • τρηχώδης — ῶδες, Α ιων. τ. βλ. τραχώδης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»