-
1 τραχυδερμος
-
2 τραχύδερμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραχύδερμος
-
3 τρᾱχύδερμος
τρᾱχυ-δέρμων, u. τρᾱχύ-δερμος, ονος, mit hartem Felle -
4 τραχύδερμον
τραχύδερμοςmasc /fem acc sgτραχύδερμοςneut nom /voc /acc sgτραχυδέρμωνrough-skinned: masc /fem voc sgτραχυδέρμωνrough-skinned: neut nom /voc /acc sg -
5 τραχύδερμα
τραχύδερμοςneut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
τραχύδερμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει τραχύ, σκληρό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + δερμος (< δέρμα), πρβλ. παχύ δερμος, σκληρό δερμος] … Dictionary of Greek
τραχύδερμον — τραχύδερμος masc/fem acc sg τραχύδερμος neut nom/voc/acc sg τραχυδέρμων rough skinned masc/fem voc sg τραχυδέρμων rough skinned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχύδερμα — τραχύδερμος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
τραχυδέρμων — τραχύδερμον, Α τραχύδερμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + δέρμων (< δέρμα), πρβλ. ποικιλο δέρμων] … Dictionary of Greek
τραχυδερμία — η, Ν [τραχύδερμος] η τραχύτητα τού δέρματος … Dictionary of Greek