Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τραχύδερμος

См. также в других словарях:

  • τραχύδερμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει τραχύ, σκληρό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + δερμος (< δέρμα), πρβλ. παχύ δερμος, σκληρό δερμος] …   Dictionary of Greek

  • τραχύδερμον — τραχύδερμος masc/fem acc sg τραχύδερμος neut nom/voc/acc sg τραχυδέρμων rough skinned masc/fem voc sg τραχυδέρμων rough skinned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχύδερμα — τραχύδερμος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • τραχυδέρμων — τραχύδερμον, Α τραχύδερμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + δέρμων (< δέρμα), πρβλ. ποικιλο δέρμων] …   Dictionary of Greek

  • τραχυδερμία — η, Ν [τραχύδερμος] η τραχύτητα τού δέρματος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»