-
1 τραχηλώδης
τραχηλώδηςmasc /fem acc pl (attic epic doric)τραχηλώδηςmasc /fem nom /voc pl (doric aeolic)τραχηλώδηςmasc /fem nom sg -
2 τραχηλώδης
τρᾰχηλώδης, ες,A = τραχηλοειδής, Sch.Nic.Th. 871.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραχηλώδης
-
3 τραχηλώδει
τραχηλώδηςmasc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)τραχηλώδηςmasc /fem /neut dat sgτραχηλώδεϊ, τραχηλώδηςdat sg (epic) -
4 τραχηλώδεις
τραχηλώδηςmasc /fem acc plτραχηλώδηςmasc /fem nom /voc pl (attic epic) -
5 τροχιλώδης
τροχῐλώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχιλώδης
См. также в других словарях:
τραχηλώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) τραχηλώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) τραχηλώδης masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχηλώδης — ῶδες, Α [τράχηλος] τραχηλοειδής* … Dictionary of Greek
τραχηλώδει — τραχηλώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τραχηλώδης masc/fem/neut dat sg τραχηλώδεϊ , τραχηλώδης dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχηλώδεις — τραχηλώδης masc/fem acc pl τραχηλώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… … Dictionary of Greek