Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τραχηλώδης

См. также в других словарях:

  • τραχηλώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) τραχηλώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) τραχηλώδης masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχηλώδης — ῶδες, Α [τράχηλος] τραχηλοειδής* …   Dictionary of Greek

  • τραχηλώδει — τραχηλώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τραχηλώδης masc/fem/neut dat sg τραχηλώδεϊ , τραχηλώδης dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχηλώδεις — τραχηλώδης masc/fem acc pl τραχηλώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»