Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τραχήλου

См. также в других словарях:

  • τραχήλου — τράχηλος well reared masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… …   Dictionary of Greek

  • HPV vaccine — Vaccine description Target disease human papillomavirus Type Protein subunit Clinical data …   Wikipedia

  • ακρωτηριασμός — Η απώλεια ενός μέλους του σώματος ή, ευρύτερα, η απώλεια κάποιας ικανότητας ενός ατόμου. Στην ιατρική α. ονομάζεται η χειρουργική αφαίρεση μέλους ή τμήματος μέλους του σώματος ή τμήματος ενός οργάνου. Οι λόγοι που οδηγούν τον χειρουργό να κάνει α …   Dictionary of Greek

  • δυσπλασία — Ανώμαλη ανάπτυξη κυττάρων, τα χαρακτηριστικά των οποίων έχουν πολλά κοινά με τα καρκινικά (και γι’ αυτό θεωρούνται προκαρκινικά). Ωστόσο, σε αντίθεση με τα καρκινικά, τα κύτταρα αυτά μπορεί να υποστρέψουν στο φυσιολογικό, όταν η βλάβη είναι… …   Dictionary of Greek

  • περίδειρον — τὸ, Α 1. η περιφέρεια τού τραχήλου 2. (κατά τον Ησύχ.) «περίδειρον τὸ κατώτατον τῆς περιγραφῆς τοῡ τραχήλου». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δειρον (< δειρή / δέρη «λαιμός, τράχηλος»)] …   Dictionary of Greek

  • κολποσκόπηση — Εξέταση του τραχήλου της μήτρας με οπτική συσκευή, εφοδιασμένη με ισχυρό φωτισμό και μεγεθυντικούς φακούς. Η κ. πραγματοποιείται με την εισαγωγή στον κόλπο ενός ειδικού οργάνου που διαστέλλει τα τοιχώματά του, επιτρέποντας έτσι την εξέταση του… …   Dictionary of Greek

  • κρανιακά νεύρα — Ονομασία 12 ζευγών νεύρων που ξεκινούν από την πρόσθια επιφάνεια του στελέχους του εγκεφάλου και, μέσα από ειδικές οπές του κρανίου, φτάνουν μέχρι τα όργανα και τους ιστούς της κεφαλής και του τραχήλου και τα νευρώνουν. Από αυτά μόνο ένα, το… …   Dictionary of Greek

  • Ταρνιέ, Στεπάν — (Tarnier, 1828 – 1897). Διάσημος Γάλλος μαιευτήρας και καθηγητής της μαιευτικής. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους γιατρούς του 18ου αι. και διακρίθηκε για τους μακρόχρονους αγώνες του για την καταπολέμηση της επιλόχειας λοίμωξης, γεγονός που… …   Dictionary of Greek

  • вы˫а — ВЫ|˫А (94), Ѣ ( ˫А) с. Шея: и навѩжи ѭ на выи своеи. да бѹдеть съ тобоѭ въинѹ Изб 1076, 19; и поклоньша колѣна. и простьрша вы˫а и жідѹща своѥ˫а съмьрти. ЧудН XII, 66в; ѡбрѣтающимъ же сѩ грѣшникомъ. грамоты на выѩхъ навѩзани имѹщимъ КР 1284,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CONCHA Purpuraria — Hebr. chilzon (quae vox alias in genere Cochleam denotat,) Deuteronom. c. 33. v 19. in Paraphrasi Ionathanis dicitur, quod cochlea concham hanc incolens simillilima fit cochleae terrestri. Uti testatir Bellonius, qui Cochleas purpurarisas adhuc… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»