-
1 κλείς
κλείς, κλειδός, ἡ, acc. κλεῖδα, nur Sp., Aristod. (VI, 306), Plut. Artax. 9, u. κλεῖν, acc. plur. κλεῖδας, z. B. Ath. VII, 303 a, u. κλεῖς, letztere Form von den Atticisten empfohlen, B. A. 48, 7. 101, 19; s. Beispiele unten; ion. u. ep. κληΐς, ϊδος, Hom. immer so; altatt. κλῄς, ῃδός; dor. κλᾱΐς, acc. auch κλαῖδα od. κλᾷδα, Call. Cer. 45 (bei Theocr. κλάξ); lat. olavis; – 1) Alles zum Verschließen (κλείω) Dienende, Schlüssel, Schloß, Riegel. Bei Hom. – a) der eigentliche Schlüssel; von Erz mit einem elfenbeinernen Griff Od. 21, 6; mit welchem der inwendig an der Thür angebrachte Riegel, ὀχεύς, beim Oeffnen der Thür zurückgeschoben wurde; ἐν δὲ κληϊδ' ἧκε, sie steckte den Schlüssel in das Schlüsselloch, um die Thür zu öffnen, 21, 47; vgl. ἀνακόπτειν ὀχῆας, ϑύρετρα κληῗδι πλήσσειν, 21, 47. 50, ϑύρας οἰγνύναι, Il. 6, 89. – b) der Thorriegel, ein großer Ballen, der vor die Thorflügel geschoben wurde, ἐπιβλής, Il. 24, 453, vgl. 12, 456. 14, 168, u. der kleinere innere Thürriegel, der mit einem Riemen vorgezogen wurde u. so das Gemach von innen verschloß, Od. 4, 802. 838; ἐπιτείνειν κληϊδα ἱμάντι, 1, 442; ϑύρας κληῗδι κληΐσσαι, 21, 241. – c) der Haken an der Spange, περόνη, Od. 18, 294. – Pind. Ἁσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαϊδας ὑπερτάτα, P. 8, 3; auch mit kurzem ι, κλαΐδες, 9, 39; κλῇδας οἶδα δωμάτων Aesch. Eum. 791; auch ἀλλ' ἔστι κἀμοὶ κλῂς ἐπὶ γλώσσῃ φύλαξ, frg. 293; vgl. Soph. ὧν καὶ χρυσέα κλᾑς ἐπὶ γλώσσᾳ βέβακε προςπόλων Εὐμολπιδᾶν, von dem Stillschweigen, welches die Eumolpiden den Eingeweihten auflegen, O. C. 1055; χαλᾶτε κλῇδας Eur. Med. 1314; κλῇδες ἀνῆκαν ϑύρετρα Bacch. 448; übertr., καϑαρὰν ἀνοίξαντι κληΐδα φρενῶν Med. 661; κλῇδας γάμου φυλάττει, von der Hera, der Vorsteherinn der Ehen, welche die Verbindung bewahrt, Ar. Thesm. 976; seltner in Prosa, κλεισίν Plat. Ax. 371 b. – 2) das Schlüsselbein, gleichsam der Schlüssel zwischen Hals od. Nacken u. Brust; κληὶς ἀποέργει αὐχένα τε στῆϑός τε Il. 8, 325; ᾗ κληϊδες ἀπ' ὤμων αὐχέν' ἔχουσιν 22, 324; κληϊδα παρ' ὦμον πλῆξε 5, 146; παῖσον ἐμᾶς ὑπὸ κλῃδός Soph. Trach. 1035; τὴν κλεῖν συνετράβην Andoc. 1, 61; τὴν κλεῖν κατεαγότα Dem. 18, 67; sonst gew. im plur., Arist. H. A. 3, 7 u. öfter; διήλασε παρὰ τὴν κλεῖδα διὰ τοῦ τραχήλου τὴν αἰχμήν Plut. Artaz. 9. – Am Thunfisch, Aristopho Ath. VII, 303 a 315 d. – 3) die Ruderbänke auf dem Schiffe, κληϊδες, welche die Schiffsseiten verbinden; κληΐδεσσιν ἐφήμενοι Od. 12, 215; πεντήκοντ' ἔσαν ἄνδρες ἐπὶ κληῗσιν ἐταῖροι Il. 16, 1 70; öfter in der Od. – 4) die wozu, ἐφ' ἁλμυρὰν πόντου κληῗδ' ἀπέραντον Eur. Med. 213.
-
2 κλίσις
κλίσις, ἡ, die Biegung, Neigung; τραχήλου Plut. Pyrrh. 8; ἠελίοιο, das Sinken der Sonne zum Untergange, D. Per. 1095. Im Tactischen, Bewegungen, Schwenkungen, κλίσεις ἐφ' ἡνίαν καὶ πάλιν ἐπὶ δόρυ, d. i. nach links u. rechts, Pol. 10, 21, 1, vgl. 3, 115, 10. – Das Liegen, das Lager; Eur. Troad. 113; ποῖαί τε χϑαμαλαί, μαλακὴ κλίσις ὕπνον ἑλέσϑαι Opp. H. 1, 25. – Bei den Gramm. die Abwandlung, sowohl Deklination als Conjugation. – Auch wie κλίμα, die Gegend, D. Per. 615.
-
3 λωφάω
λωφάω, sich erholen, ausruhen; Il. 21, 292; κα-κῶν, sich vom Unglück erholen, Od. 9, 460; πόνου, Soph. Ai. 61; νεωστὶ ἀπὸ νόσου μεγάλης καὶ πολέμου βραχύ τι λελωφήκαμεν Thuc. 6, 12; λωφᾷ τε τῆς ὀδύνης καὶ γέγηϑεν Plat. Phaedr. 251 c; ξυμφορᾶς Legg. XI, 934 b; auch von der Krankheit, λωφᾷ τι τὸ νόσημα, sie läßt nach, IX, 854 c; u. übertr., φιλοτιμίας λελωφηκυῖαν τὴν ψυχήν, die den Ehrgeiz abgelegt hat, Rep. X, 620 d; Sp., wie Plut. – nach Hesych., der erkl. ἀπὸ τοῦ τραχήλου τὸ ἄχϑος ἀποϑέσϑαι, hängt es mit λόφος zusammen, wie das Zugvieh, wenn es aus dem Joch gespannt ist, den Nacken, λόφος, frei bekommt u. sich erholt. – Auch transitiv., entlasten, erleichtern, ϑυμὸν ἀχέων, Empedocl.; φρόνημα χόλου, Δῖον ὄμμα πόϑου, Aesch. Prom. 376. 677; ὁ λωφήσων, der Befreier, ih. 27.
-
4 λωφάω
λωφάω, sich erholen, ausruhen; κα-κῶν, sich vom Unglück erholen; auch von der Krankheit, λωφᾷ τι τὸ νόσημα, sie läßt nach; übertr., φιλοτιμίας λελωφηκυῖαν τὴν ψυχήν, die den Ehrgeiz abgelegt hat; ἀπὸ τοῦ τραχήλου τὸ ἄχϑος ἀποϑέσϑαι, hängt es mit λόφος zusammen, wie das Zugvieh, wenn es aus dem Joch gespannt ist, den Nacken, λόφος, frei bekommt u. sich erholt. Auch transitiv., entlasten, erleichtern; ὁ λωφήσων, der Befreier
См. также в других словарях:
τραχήλου — τράχηλος well reared masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… … Dictionary of Greek
HPV vaccine — Vaccine description Target disease human papillomavirus Type Protein subunit Clinical data … Wikipedia
ακρωτηριασμός — Η απώλεια ενός μέλους του σώματος ή, ευρύτερα, η απώλεια κάποιας ικανότητας ενός ατόμου. Στην ιατρική α. ονομάζεται η χειρουργική αφαίρεση μέλους ή τμήματος μέλους του σώματος ή τμήματος ενός οργάνου. Οι λόγοι που οδηγούν τον χειρουργό να κάνει α … Dictionary of Greek
δυσπλασία — Ανώμαλη ανάπτυξη κυττάρων, τα χαρακτηριστικά των οποίων έχουν πολλά κοινά με τα καρκινικά (και γι’ αυτό θεωρούνται προκαρκινικά). Ωστόσο, σε αντίθεση με τα καρκινικά, τα κύτταρα αυτά μπορεί να υποστρέψουν στο φυσιολογικό, όταν η βλάβη είναι… … Dictionary of Greek
περίδειρον — τὸ, Α 1. η περιφέρεια τού τραχήλου 2. (κατά τον Ησύχ.) «περίδειρον τὸ κατώτατον τῆς περιγραφῆς τοῡ τραχήλου». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δειρον (< δειρή / δέρη «λαιμός, τράχηλος»)] … Dictionary of Greek
κολποσκόπηση — Εξέταση του τραχήλου της μήτρας με οπτική συσκευή, εφοδιασμένη με ισχυρό φωτισμό και μεγεθυντικούς φακούς. Η κ. πραγματοποιείται με την εισαγωγή στον κόλπο ενός ειδικού οργάνου που διαστέλλει τα τοιχώματά του, επιτρέποντας έτσι την εξέταση του… … Dictionary of Greek
κρανιακά νεύρα — Ονομασία 12 ζευγών νεύρων που ξεκινούν από την πρόσθια επιφάνεια του στελέχους του εγκεφάλου και, μέσα από ειδικές οπές του κρανίου, φτάνουν μέχρι τα όργανα και τους ιστούς της κεφαλής και του τραχήλου και τα νευρώνουν. Από αυτά μόνο ένα, το… … Dictionary of Greek
Ταρνιέ, Στεπάν — (Tarnier, 1828 – 1897). Διάσημος Γάλλος μαιευτήρας και καθηγητής της μαιευτικής. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους γιατρούς του 18ου αι. και διακρίθηκε για τους μακρόχρονους αγώνες του για την καταπολέμηση της επιλόχειας λοίμωξης, γεγονός που… … Dictionary of Greek
вы˫а — ВЫ|˫А (94), Ѣ ( ˫А) с. Шея: и навѩжи ѭ на выи своеи. да бѹдеть съ тобоѭ въинѹ Изб 1076, 19; и поклоньша колѣна. и простьрша вы˫а и жідѹща своѥ˫а съмьрти. ЧудН XII, 66в; ѡбрѣтающимъ же сѩ грѣшникомъ. грамоты на выѩхъ навѩзани имѹщимъ КР 1284,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CONCHA Purpuraria — Hebr. chilzon (quae vox alias in genere Cochleam denotat,) Deuteronom. c. 33. v 19. in Paraphrasi Ionathanis dicitur, quod cochlea concham hanc incolens simillilima fit cochleae terrestri. Uti testatir Bellonius, qui Cochleas purpurarisas adhuc… … Hofmann J. Lexicon universale