-
1 τραφερος
См. также в других словарях:
τραφερός — ά, όν, θηλ. και ή, Α 1. (για ψάρια) παχύς 2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που τρέφει, που παχαίνει κάποιον άλλο 3. ξηρός («ἤθεα τραφερά» εκτάσεις ξηρής γής, Οππ.) 4. (στον Όμ.) το θηλ. ως ουσ. ἡ τραφερή (ενν. γῆ) η ξηρά, η στεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραφ … Dictionary of Greek
τραφερά — τραφερός well fed neut nom/voc/acc pl τραφερά̱ , τραφερός well fed fem nom/voc/acc dual τραφερά̱ , τραφερός well fed fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραφερῶν — τραφερός well fed fem gen pl τραφερός well fed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραφερόν — τραφερός well fed masc acc sg τραφερός well fed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραφεραῖς — τραφερός well fed fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραφεροῖς — τραφερός well fed masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραφεροῖσι — τραφερός well fed masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραφεροῦ — τραφερός well fed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραφερᾶς — τραφερός well fed fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραφερᾷ — τραφερός well fed fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραφερῆς — τραφερός well fed fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)