-
1 τραυματία
τραυματίᾱ, τραυματίαςwounded man: masc nom /voc /acc dualτραυματίαςwounded man: masc voc sgτραυματίᾱ, τραυματίαςwounded man: masc voc sg (attic)τραυματίᾱ, τραυματίαςwounded man: masc gen sg (doric aeolic)τραυματίαςwounded man: masc nom sg (epic)τραυματίᾱ, τραυματίηςmasc nom /voc /acc dualτραυματίηςmasc voc sgτραυματίᾱ, τραυματίηςmasc voc sg (attic)τραυματίᾱ, τραυματίηςmasc gen sg (doric aeolic)τραυματίηςmasc nom sg (epic)——————τραυματίαι, τραυματίαςwounded man: masc nom /voc plτραυματίᾱͅ, τραυματίαςwounded man: masc dat sg (attic doric aeolic)τραυματίαι, τραυματίηςmasc nom /voc plτραυματίᾱͅ, τραυματίηςmasc dat sg (attic doric aeolic) -
2 τραυματίᾳ
Βλ. λ. τραυματία -
3 τραυματίας
τραυματίᾱς, τραυματίαςwounded man: masc acc plτραυματίᾱς, τραυματίαςwounded man: masc nom sg (attic epic doric aeolic)τραυματίᾱς, τραυματίηςmasc acc plτραυματίᾱς, τραυματίηςmasc nom sg (attic epic doric aeolic) -
4 τραυματίαν
τραυματίᾱν, τραυματίαςwounded man: masc acc sg (attic epic doric aeolic)τραυματίαςwounded man: masc acc sgτραυματίᾱν, τραυματίηςmasc acc sg (attic epic doric aeolic)τραυματίηςmasc acc sg -
5 τραυματίαι
τραυματίαςwounded man: masc nom /voc plτραυματίᾱͅ, τραυματίαςwounded man: masc dat sg (attic doric aeolic)τραυματίηςmasc nom /voc plτραυματίᾱͅ, τραυματίηςmasc dat sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
τραυματία — τραυματίᾱ , τραυματίας wounded man masc nom/voc/acc dual τραυματίας wounded man masc voc sg τραυματίᾱ , τραυματίας wounded man masc voc sg (attic) τραυματίᾱ , τραυματίας wounded man masc gen sg (doric aeolic) τραυματίας wounded man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυματίᾳ — τραυματίαι , τραυματίας wounded man masc nom/voc pl τραυματίᾱͅ , τραυματίας wounded man masc dat sg (attic doric aeolic) τραυματίαι , τραυματίης masc nom/voc pl τραυματίᾱͅ , τραυματίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυματία — και τραυματεία, ἡ, ΜΑ [τραῡμα, τραύματος] τραύμα … Dictionary of Greek
τραυματίας — τραυματίᾱς , τραυματίας wounded man masc acc pl τραυματίᾱς , τραυματίας wounded man masc nom sg (attic epic doric aeolic) τραυματίᾱς , τραυματίης masc acc pl τραυματίᾱς , τραυματίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυματίαν — τραυματίᾱν , τραυματίας wounded man masc acc sg (attic epic doric aeolic) τραυματίας wounded man masc acc sg τραυματίᾱν , τραυματίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) τραυματίης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυματίαι — τραυματίας wounded man masc nom/voc pl τραυματίᾱͅ , τραυματίας wounded man masc dat sg (attic doric aeolic) τραυματίης masc nom/voc pl τραυματίᾱͅ , τραυματίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρωποκτονία — Έγκλημα κατά της ζωής, το οποίο κατά την ποινική νομοθεσία μπορεί να υπαχθεί σε έναν ορισμένο αριθμό ειδικότερων περιπτώσεων. Κοινό στοιχείο σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι με το έγκλημα προκαλείται ο θάνατος ενός προσώπου. Το αποτέλεσμα… … Dictionary of Greek
οιμώζω — (Α οἰμώζω) κλαίω γοερά, θρηνώ, οδύρομαι («ᾤμωξέν τε καὶ ὣ πεπλήγετο μηρώ», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τραυματία) βογγώ, στενάζω 2. λυπάμαι κάποιον, οικτίρω 3. (συν. στην προστ. οἴμωζε και σε άλλους τ. ως τυπική λαϊκή έκφραση για κατάρα) γκρεμίσου,… … Dictionary of Greek
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
παιών — Ονομασία θεού της ελληνικής αρχαιότητας (αναφέρεται και ως Παιήων και Παιάν) και επίθετο άλλων θεών. 1. Θεός, του οποίου το όνομα είναι γραμμένο σε πινακίδα της Κνωσού. Στα ομηρικά έπη, ο Π. ή Παιήων ή Παιάν, αναφέρεται ως θεραπευτής θεός, που… … Dictionary of Greek