Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τραυματίᾳ

  • 1 доколоть

    -колю, -колишь ρ.σ.μ.
    1. αποσχίζω, τελειώνω το σχίσιμο•

    доколоть дрова αποσχίζω τα ξύλα (καυσόξυλα).

    2. κατατρυπώ, κατασου-βλίζω• χτυπώ μέχρι θανάτου•

    -ли раннего штыками κατατρύπησαν τον τραυματία με τις λόγ-Χες.

    Большой русско-греческий словарь > доколоть

  • 2 индивидуальный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о; ατομικός, ξέχωρος•. -ые особенности учеников ατομικές ιδιομορφίες των μαθητών (ατομικός χαρακτήρας των μαθητών)•

    индивидуальный случай ξεχωριστή (ιδιαίτερη) περίπτωση•

    -ое хозяйство! ατομικό νοικοκυριό•

    -ое требование ατομική διεκδίκιση.

    εκφρ.
    индивидуальный перевязочный пакет – ατομικός επίδεσμος (τραυματία).

    Большой русско-греческий словарь > индивидуальный

  • 3 класть

    кладу, кладёшь, παρλθ. χρ. клал, -ла, -ло
    ρ.δ. μ.
    1. θέτω, τοποθετώ, βάζω•

    раненого на носилки βάζω τον τραυματία στο φορείο•

    класть деньги в карман βάζω τα χρήματα στη τσέπη•

    класть на место βάζω στη θέση.

    || καταθέτω•

    класть в сберкассу βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο.

    || αποτυπώνω•

    класть печать σφραγίζω, βάζω σφραγίδα (κυρλξ. κ. μτφ.)• и περνώ στρώμα•

    класть краску μπογιατίζω, περνώ ένα χέρι. μπογιά.

    2. παραθέτω• σερβίρω. || ρίχνω•

    класть сахар в чай ρίχνω ζάχαρη στο τσάι..

    3. χτίζω, βάζω τούβλα, πέτρες κλπ. класть стену χτίζω τοίχο. || επιδίδομαι•

    класть все усилия βάζω όλα τα δυνατά.

    4. προύπολογίζω. || καθορίζω (τιμή).
    5. ευνουχίζω•

    класть жеребца ευνουχίζω το πουλάρι.

    6. (με μερικά αφηρ. ουσ. αποκτά τη σημασία; κάνω, εκτελώ, παράγω κλπ.) класть начало κάνω την αρχή•

    класть конец βάζω τέρμα•

    основание βάζω τη βάση•

    класть преграду βάζω εμπόδιο (καθυστερώ).

    εκφρ.
    класть оружие – καταθέτω τα όπλα (παραδίνομαι)•
    класть земные поклоны – κάνω εδαφιαίες υποκλίσεις•
    класть пятно – κηλιδώνω, δυσφημίζω, βάζω λαδιά•
    класть яйца (яички) – αποθέτω τα αυγά (για πουλιά, έντομα)•
    - в рот кому – του δίνω να καταλάβει καλά•
    себе в кармин – τσεπώνω, ιδιοποιούμαι•
    класть на музыку – μελοποιώ στίχους•
    класть на бок; класть на столько-то градусов – (ναυτ.) γέρνω το σκάφος•
    класть зубы на полку – ψωμοζώ, κακοζώ, σφίγγω το ζωνάρι ή τη λωρίδα.
    (για κότες) γεννώ.

    Большой русско-греческий словарь > класть

  • 4 клокотать

    -кочу, -кбчешь
    ρ.δ. (κυρλξ. κ. μτφ.) κοχλάζω, βράζω, αναβράζω•

    вода в котле -кочет το νερό στο λέβητα κοχλάζει•

    у не в груди -ло μέσα της έβραζε•

    в нём -кочет гнев μέσα του βράζει από το θυμό.

    || ρογχάζω•

    в груди раненого -ло από το στήθος του τραυματία έβγαινε ρόγχος.

    Большой русско-греческий словарь > клокотать

  • 5 пронести

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пронесенный, βρ: -сён, -сена, -сено.
    1. μεταφέρω, μετακομίζω κουβαλώ•

    пронести груз на себе всю дорогу μεταφέρω το φορτίο επάνω μου όλο το δρόμο.

    2. περνώ•

    мимо наших окон -ли раненого κοντά στα παράθυρα μας πέρασαν τον τραυματία.

    || μετακινώ, μεταφέρω•

    пронести рояль через дверь περνώ το πιάνο από την πόρτα.

    || περνώ κρυφά. || μτφ. φέρω, έχω, διατηρώ (μέσα στην καρδιά, ψυχή)•

    пронести в сердце мою любимую родину φέρω μέσα στην καρδιά μου την αγαπημένη μου πατρίδα.

    3. μεταφέρω τα.χύτατα, καλπάζοντας. || παρασύρω, διώχνω, απομακρύνω, παίρνω•

    тучу -ло ветром το σύννεφο το πήρε ο άνεμος.

    || μτφ. περνώ αποφεύγομαι•

    -ло! πέρασε! αποφεύχτηκε!

    4. παλ. διαδίδω, φημολογώ.
    5. απρόσ. πιάνω, έχω ευκοίλια, διάρροια•

    ребнка -ло от ягод το παιδάκι τό πιάσε ευκοίλια από τους καρπούς.

    Большой русско-греческий словарь > пронести

  • 6 протащить

    ρ.σ.μ.
    1. τραβώ, σύρω• έλκω•

    раненого σύρω τον τραυματία•

    протащить мешок σύρω το τσουβάλι.

    2. μτφ. παρεισάγω, παρεισφέρω.
    3. μτφ. κριτικάρω• γελοιοποιώ δημόσια.
    σύρομαι, βαδίζω, διαβαίνω αργά και με δυσκόλια.

    Большой русско-греческий словарь > протащить

  • 7 уложить

    уложу, уложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ξαπλώνω•

    раненого -ли на кровать τον τραυματία τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι•

    уложить кого на траву ξαπλώνω κάποιον στο χορτάρι•

    мать -ла детей спать η μάνα έβαλε τα παιδιά να κοιμηθούν.

    || ρίχνω κάτω, καταβάλλω, καταρρίπτω.
    2. σκοτώνω•

    уложить на месте αφήνω στον τόπο.

    3. τοποθετώ, διευθετώ•

    уложить вещи в чемодан βάζω με τάξη τα πράγματα στη βαλίτσα.

    4. εγκατασταίνω, φτιάχνω•

    уложить рельсовый путь φτιάχνω σιδηροδρομική γραμμή (οδό).

    5. συμπεριλαβαίνω, κάνω να χωρέσει•

    уложить текст в одну страницу συμπεριλαβαίνω το κείμενο σε μια σελίδα.

    || μτφ. εκτελώ, κάνω•

    уложить работу в срок εκτελώ την εργασία εμπρόθεσμα.

    6. καλύπτω, στρώνω•

    уложить пол мозаичной плиткой στρώνω το πάτωμα με μωσαϊκό.

    εκφρ.
    уложить в гроб или в могилу – βάζω στον τάφο (σκοτώνω).
    1. ετοιμάζω τα πράγματα (τα μπαγκάζια) για αναχώρηση.
    2. τοποθετούμαι• πιάνω μέρος, θέση. || μτφ. περιορίζομαι στα καθιερωμένα• τηρώ τα όρια•

    в регламент при выступлении τηρώ τα όρια της ομιλίας.

    || μτφ. χωρώ, μπαίνω•

    уложить в голове, в сознании μπαίνω στο κεφάλι (στο μυαλό), στη συνείδηση•

    уложить в обычные рамки μπαίνω στα συνηθισμένα πλαίσια.

    Большой русско-греческий словарь > уложить

См. также в других словарях:

  • τραυματία — τραυματίᾱ , τραυματίας wounded man masc nom/voc/acc dual τραυματίας wounded man masc voc sg τραυματίᾱ , τραυματίας wounded man masc voc sg (attic) τραυματίᾱ , τραυματίας wounded man masc gen sg (doric aeolic) τραυματίας wounded man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματίᾳ — τραυματίαι , τραυματίας wounded man masc nom/voc pl τραυματίᾱͅ , τραυματίας wounded man masc dat sg (attic doric aeolic) τραυματίαι , τραυματίης masc nom/voc pl τραυματίᾱͅ , τραυματίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματία — και τραυματεία, ἡ, ΜΑ [τραῡμα, τραύματος] τραύμα …   Dictionary of Greek

  • τραυματίας — τραυματίᾱς , τραυματίας wounded man masc acc pl τραυματίᾱς , τραυματίας wounded man masc nom sg (attic epic doric aeolic) τραυματίᾱς , τραυματίης masc acc pl τραυματίᾱς , τραυματίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματίαν — τραυματίᾱν , τραυματίας wounded man masc acc sg (attic epic doric aeolic) τραυματίας wounded man masc acc sg τραυματίᾱν , τραυματίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) τραυματίης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματίαι — τραυματίας wounded man masc nom/voc pl τραυματίᾱͅ , τραυματίας wounded man masc dat sg (attic doric aeolic) τραυματίης masc nom/voc pl τραυματίᾱͅ , τραυματίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθρωποκτονία — Έγκλημα κατά της ζωής, το οποίο κατά την ποινική νομοθεσία μπορεί να υπαχθεί σε έναν ορισμένο αριθμό ειδικότερων περιπτώσεων. Κοινό στοιχείο σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι με το έγκλημα προκαλείται ο θάνατος ενός προσώπου. Το αποτέλεσμα… …   Dictionary of Greek

  • οιμώζω — (Α οἰμώζω) κλαίω γοερά, θρηνώ, οδύρομαι («ᾤμωξέν τε καὶ ὣ πεπλήγετο μηρώ», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τραυματία) βογγώ, στενάζω 2. λυπάμαι κάποιον, οικτίρω 3. (συν. στην προστ. οἴμωζε και σε άλλους τ. ως τυπική λαϊκή έκφραση για κατάρα) γκρεμίσου,… …   Dictionary of Greek

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • παιών — Ονομασία θεού της ελληνικής αρχαιότητας (αναφέρεται και ως Παιήων και Παιάν) και επίθετο άλλων θεών. 1. Θεός, του οποίου το όνομα είναι γραμμένο σε πινακίδα της Κνωσού. Στα ομηρικά έπη, ο Π. ή Παιήων ή Παιάν, αναφέρεται ως θεραπευτής θεός, που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»