Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τραυλότης

См. также в других словарях:

  • τραυλότης — lisping fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυλότητα — τραυλότης lisping fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυλότητας — τραυλότης lisping fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυλότητι — τραυλότης lisping fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυλότητος — τραυλότης lisping fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυλότητα — η / τραυλότης, ητος, ΝΑ [τραυλός] η ιδιότητα τού τραυλού, κληρονομική ή επίκτητη δυσχέρεια στην ομιλία, τραυλισμός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»