-
1 заикаться
-
2 заика
ο τραυλός, ο βραδύγλωσσος, ο ψευδός- ние ο τραυλισμός, το τραύλισμαη βρα-δυγλωσσία, το ψεύδισμα, η τραυλοτηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заика
-
3 заикаться
заик||атьсянесов Ι. τραυλίζω, ψελλίζω·2. (запинаться) διστάζω, κομπιάζω·3. (упоминать вскользь) κάνω κουβέντα, ἀναφέρω, κάνω λόγο γιά... -
4 заикаться
-аюсь, -аешьсяρ.δ.1. τραυλίζω, βατταρίζω, κομπιάζω.2. υπαινίσσομαι, κάνω υπαινιγμό. -
5 лопотать
-почу, -почешьρ.δ.1. ψελίζω, ψιθυρίζω.2. τραυλίζω, βαταρίζω• μουρμουρίζω.3. μτφ. μιλώ σε ξένη ή ακαταλαβίστικη γλώσσα.
См. также в других словарях:
τραυλίζω — mispronounce a letter pres subj act 1st sg τραυλίζω mispronounce a letter pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυλίζω — τραυλίζω, τραύλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τραυλίζω — ΝΜΑ, και τρευλίζω Α [τραυλός] 1. πάσχω από τραυλισμό, δυσκολεύομαι στην προφορά τού φθόγγου ρω 2. λέω κάτι με τρεμουλιαστή φωνή, κομπιάζω νεοελλ. είμαι βραδύγλωσσος αρχ. (για χελιδόνι) κελαηδώ, τερετίζω … Dictionary of Greek
τραυλίζω — τραύλισα 1. αμτβ., είμαι τραυλός, πάσχω από τραυλισμό, ψευδίζω. 2. είμαι βραδύγλωσσος. 3. μτβ., λέω κάτι με αργή φωνή, ψελλίζω: Τραύλισε μια δικαιολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραυλιζόμενον — τραυλίζω mispronounce a letter pres part mp masc acc sg τραυλίζω mispronounce a letter pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυλίζει — τραυλίζω mispronounce a letter pres ind mp 2nd sg τραυλίζω mispronounce a letter pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυλίζοντα — τραυλίζω mispronounce a letter pres part act neut nom/voc/acc pl τραυλίζω mispronounce a letter pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυλίζουσι — τραυλίζω mispronounce a letter pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τραυλίζω mispronounce a letter pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυλίζουσιν — τραυλίζω mispronounce a letter pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τραυλίζω mispronounce a letter pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυλιζούσῃ — τραυλίζω mispronounce a letter pres part act fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυλίζειν — τραυλίζω mispronounce a letter pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)