Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τραπεζό-λοιχος

См. также в других словарях:

  • κνισολοιχός — κνισολοιχός, όν (Α) ο λαίμαργος για το λίπος ψητού κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + λοιχός (< λείχω «γλύφω»), πρβλ. αιματο λοιχός, τραπεζο λοιχός] …   Dictionary of Greek

  • ματτυολοιχός — και ματιολοιχός και, κατά τον Ησύχ., ματαιολοιχός, ὁ (Α) 1. αυτός που εξαπατά στο μέτρημα, ψευδομετρητής 2. (κατά τον Ησύχ.) «ματαιολοιχός ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῡργος καὶ λίχνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ματτύη + λοιχός (< λείχω), πρβλ. αιματο λοιχός,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»