Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τραπεζιτική

См. также в других словарях:

  • τραπεζιτική — τραπεζῑτική , τραπεζιτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζιτικός — ή, ό / τραπεζιτικός, ή, ον, ΝΑ [τραπεζίτης] τραπεζικός (α. «τραπεζιτική επιταγή» β. «Τραπεζιτικός τοῦ Ἰσοκράτους» τίτλος τού 17ου λόγου τού Ισοκράτους γ. «ἡ τραπεζιτική στοά» το περιστύλιο τών τραπεζιτών) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τραπεζιτικόν.… …   Dictionary of Greek

  • Λαυρέντιος των Μεδίκων, ο Μεγαλοπρεπής — (Lorenzo de’ Medici, «il Magnifico», Φλωρεντία 1449 – Καρέτζι 1492). Ιταλός ηγεμόνας και κυβερνήτης της Φλωρεντίας. Ήταν γιος του Πέτρου των Μεδίκων και της Λουκρητίας Τορναμπουόνι. Παρακολούθησε φιλολογικά μαθήματα κοντά σε εκλεκτούς ουμανιστές… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζιτικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τραπεζίτη ή τράπεζα: Τραπεζιτική επιταγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»