-
1 επιχείρηση
[-ις (-εως)] η1) операция;πολεμική ( — или στρατιωτική) επιχείρηση — военная операция;
2) прям., перен. предприятие; дело;εμπορική (βιομηχανική) επιχείρηση — торговое (промышленное) предприятие;
τραπεζιτική επιχείρηση — банковое дело;
ριψοκίνδυνη επιχείρηση — рискованное предприятие;
εργάζομαι σε επιχείρηση — работать на предприятии;
§ ερωτικές επιχείρήσεις — ухаживание, флирт; — любовные похождения
-
2 πίστη
[-ις (-εως)] η1) вера, уверенность, убеждённость; 2) верность, преданность;η πίστη στον όρκο — верность присяге;
σηζυγική πίστη — супружеская верность;
3) доверие;4) вера (религиозная);η χριστιανική πίστη — христианская вера;
5) кредит;εμπορική πίστη — коммерческий кредит;
τραπεζιτική πίστη — банковский кредит;
§ κακή πίστη — вероломство, коварство;
καλή πίστη — искренность, чистосердечие;
καλή τη πίστει незлобиво, с чи- стым сердцем;του βγάζω ( — или αλλάζω) την πίστη — замучивать, утомлять;
μου βγήκε η πίστη — я замучился;
αυτός δεν έχει πίστη — ему доверять нельзя; — он ненадёжный человек
См. также в других словарях:
τραπεζιτική — τραπεζῑτική , τραπεζιτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζιτικός — ή, ό / τραπεζιτικός, ή, ον, ΝΑ [τραπεζίτης] τραπεζικός (α. «τραπεζιτική επιταγή» β. «Τραπεζιτικός τοῦ Ἰσοκράτους» τίτλος τού 17ου λόγου τού Ισοκράτους γ. «ἡ τραπεζιτική στοά» το περιστύλιο τών τραπεζιτών) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τραπεζιτικόν.… … Dictionary of Greek
Λαυρέντιος των Μεδίκων, ο Μεγαλοπρεπής — (Lorenzo de’ Medici, «il Magnifico», Φλωρεντία 1449 – Καρέτζι 1492). Ιταλός ηγεμόνας και κυβερνήτης της Φλωρεντίας. Ήταν γιος του Πέτρου των Μεδίκων και της Λουκρητίας Τορναμπουόνι. Παρακολούθησε φιλολογικά μαθήματα κοντά σε εκλεκτούς ουμανιστές… … Dictionary of Greek
τραπεζιτικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τραπεζίτη ή τράπεζα: Τραπεζιτική επιταγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)