-
1 τραπεζίτης
τραπεζίτης, ου, ὁ (also-είτης; fr. τράπεζα; Lysias, Demosth.; ins, pap; EpArist 26=Jos., Ant. 12, 32; loanw. in rabb.) money changer, banker Mt 25:27. δόκιμος τραπεζίτης an experienced money changer, who accepts no counterfeit money; in imagery (on the subj. s. Philo, Spec. Leg. 4, 77) of Christians γίνεσθε δόκιμοι τραπεζῖται Agr 11a, cp. b (Cebes 31, 3 μηδὲ γίνεσθαι ὁμοίους τοῖς κακοῖς τραπεζίταις). AResch, Agrapha2 1906, 112–28; HVogels, BZ 8, 1910, 390; HSchoeps, Theol. u. Gesch. des Judenchristentums ’49, 151–55; Unknown Sayings 89–93.—Cp. PEleph s.v. τράπεζα 1c. For epigraphs s. RBogaert, Epigraphica III ’76 index.—New Docs 1, 138 no. 87. DELG s.v. τράπεζα. M-M. Spicq. -
2 τραπεζίτης
τραπεζί̱της, τραπεζίτηςmoney-changer: masc nom sg -
3 τραπεζίτης
Aτράπεζα 11
):—money-changer, banker, Lys.Fr.1.1, D.36.28, 49.5, Antiph. 159.11, PEleph.10.2 (iii B. C.), etc.; οἱ ἀνεσκευασμένοι τῶν τ. broken bankers, D.49.68.2 director of a state-bank, SIG577.17 (Milet., iii/ii B. C.), UPZ 112 ii 5 (ii B. C.), IG12(5).880.11, al. (Tenos, i B. C.).III τραπεζεῖται κύνες, = τραπεζῆες (v. τραπεζεύς), Hdn.Gr.2.356, al. [Hdn.Gr. l. c. says - ειτ- is correct in signf. 111, - ῑτ- otherwise; in signf. 1 - ῑτ- is found in IG9(1) l. c. (iv B. C.), 42(1).98.13 (Epid., iii B. C.), PEleph. l. c. (iii B. C.), PCair.Zen.176.63 (iii B. C.), - ειτ- ib. 174 (iii B. C.), SIG742.55 (Ephesus, i B. C.), etc.: prob. only - ῑτ- is correct.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραπεζίτης
-
4 τραπεζίτης
1) banker2) molarΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τραπεζίτης
-
5 τραπεζίτας
τραπεζί̱τᾱς, τραπεζίτηςmoney-changer: masc acc plτραπεζί̱τᾱς, τραπεζίτηςmoney-changer: masc nom sg (epic doric aeolic) -
6 τραπεζίται
-
7 τραπεζῖται
-
8 τραπεζιτών
-
9 τραπεζιτῶν
-
10 τραπεζίται
τραπεζί̱τᾱͅ, τραπεζίτηςmoney-changer: masc dat sg (doric aeolic) -
11 τραπεζίταις
τραπεζί̱ταις, τραπεζίτηςmoney-changer: masc dat pl -
12 τραπεζίτη
-
13 τραπεζίτῃ
-
14 τραπεζίτην
τραπεζί̱την, τραπεζίτηςmoney-changer: masc acc sg (attic epic ionic) -
15 τραπεζίτου
τραπεζί̱του, τραπεζίτηςmoney-changer: masc gen sg -
16 θυωρίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυωρίτης
-
17 τραπεζείτης
A v. τραπεζίτης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραπεζείτης
-
18 τραπεζεύς
A at, of a table, in Hom. always κύνες τραπεζῆες dogs fed from their master's table, Il.22.69, 23.173, Od.17.309:—[full] τραπεζῆται in Ibyc.60; cf.τραπεζίτης 111
.II parasite, Plu.2.50c;Ἅιδου τ. Aristias
Trag.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραπεζεύς
-
19 τρέπεδδα
A = τράπεζα 11, bank, IG7.3172.139 (Orchom., iii B. C.); [full] τρεπεδδίτας [pron. full] [ῑ], ὁ, = τραπεζίτης, ib.2420.34 (Thebes, iii B. C.). (Not from τράπεζα but from τρίπεζα, which Hsch. inaccurately calls [dialect] Boeot. for τράπεζα.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρέπεδδα
-
20 θυωρός
Grammatical information: m.Meaning: `offer-table,`ἱερὰ τράπεζα' (Pherekyd. Syr., Call.),Other forms: also θυωρίς f. (Poll.).Derivatives: θυωρίτης τραπεζίτης H., metaph. Lyc. 93 (cf. Redard Les noms grecs en - της 40); θυωρία `offerfeast, meal' (Didyma), θυωρεῖσθαι εὑωχεῖσθαι H.Etymology: From *θυο-Ϝωρός (cf. θυωρόν τράπεζαν την τὰ θύη φυλάσσουσαν H.), Güntert Götter und Geister 120, s. also θυρωρός (but θυο- is difficult). Through association with θεός, θεωρία etc. arose the notations θεωρίς, θεωρία (Poll., Didyma, Rom.empire). - Diff. Kalén Quaest. gramm. graecae 11f.: θυω- \> θεω- phonetically conditioned; θυωρός \< *θυ-ᾱϜορος to ἀείρω (cf. μετέωρος a. o.)[improbable]. (Not from *θυε-ωρος, with impossible form *θυε-, DELG.)Page in Frisk: 1,699Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θυωρός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τραπεζίτης — ο, ΝΜΑ, και τραπεζείτης και τραπεζήτης και δωρ. τ. τραπεζίτας και βοιωτ. τ. τρεππεδίτας και θηλ. τραπεζῑτις, ίτιδος, Α αυτός που ασχολείται με το εμπόριο τού χρήματος και, στην αρχαία Ελλάδα, αυτός που είχε ως έργο την ανταλλαγή και τον δανεισμό… … Dictionary of Greek
τραπεζίτης — ο 1.ο διευθυντής ή ιδιοκτήτης τράπεζας. 2. αυτός που κάνει τραπεζικές εργασίες, τοκιστής. 3. πίσω δόντι σαγονιού: Μου πονάει ο τραπεζίτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραπεζίτης — τραπεζί̱της , τραπεζίτης money changer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ТРАПЕЗИТ — • Τραπεζίτης, банкир, который занимался в широких размерах различными денежными операциями, названный так от слова τράπεζα (стол), т. к. он имел свое местопребывание за таким столом в одном из портиков на площади в Афинах; вследствие… … Реальный словарь классических древностей
Συγγρός, Ανδρέας — Τραπεζίτης και εθνικός ευεργέτης (Κωνσταντινούπολη 1828 Αθήνα 1899). Γιος του γιατρού Γεωργιάδη Σ. από τη Χίο, φοίτησε στη σχολή του Θεόφιλου Καΐρη στην Άνδρο και έπειτα τελείωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στην Ερμούπολη. Στη συνέχεια εργάστηκε… … Dictionary of Greek
τραπεζῖται — τραπεζίτης money changer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεκέρ, Ζακ — (Jacques Necker, Γενεύη 1732 – Κοπέ 1804). Γάλλος τραπεζίτης και πολιτικός. Το 1772 εγκατέλειψε τη ζωή των επιχειρήσεων, από την οποία, με βάση την τράπεζα Τελισόν Ν., είχε σχηματίσει μεγάλη περιουσία. Είχε μεγάλη εκτίμηση στους λογοτεχνικούς,… … Dictionary of Greek
τραπεζιτεύω — Α [τραπεζίτης] ασχολούμαι με τραπεζικές εργασίες, είμαι τραπεζίτης … Dictionary of Greek
τραπεζιτικός — ή, ό / τραπεζιτικός, ή, ον, ΝΑ [τραπεζίτης] τραπεζικός (α. «τραπεζιτική επιταγή» β. «Τραπεζιτικός τοῦ Ἰσοκράτους» τίτλος τού 17ου λόγου τού Ισοκράτους γ. «ἡ τραπεζιτική στοά» το περιστύλιο τών τραπεζιτών) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τραπεζιτικόν.… … Dictionary of Greek
Εϊνάρ, Ζαν — (Jean Gabriel Eynard, 1775 – 1863). Γαλλοελβετός τραπεζίτης και φιλέλληνας, γνωστός και ως Εϋνάρδος. Ο Ε. συνέβαλε σημαντικά στη βελτίωση των οικονομικών πολλών ιταλικών κρατών και, μετά τη ναπολεόντεια περίοδο, εργάστηκε για την ανασυγκρότηση… … Dictionary of Greek
Χρυσοβελώνης — Επώνυμο οικογένειας από τη Χίο. Πολλά μέλη της έχουν να επιδείξουν σημαντική πατριωτική και άλλη δράση. 1. Γεώργιος (1756 1822). Γιατρός. Σπούδασε ιατρική στην Πίζα και εργάστηκε ως γιατρός στη Χίο, όπου μύησε πολλούς στη Φιλική Εταιρεία. Το 1802 … Dictionary of Greek